24 MEDIA
ΣΙΝΕΜΑ

Από τον Βακαλόπουλο στον Παπαγιώργη και το σινεμά: Το ταξίδι της Ελένης Αλεξανδράκη

Ο «Πιο γλυκός μισάνθρωπος» βγαίνει στις αίθουσες στις 19 Απριλίου και ο φόρος τιμής της Ελένης Αλεξανδράκη στον Κωστή Παπαγιώργη είναι μία ουσιαστική ταινία.

Σε προηγούμενες τοποθετήσεις της, η Ελένη Αλεξανδράκη είχε ισχυριστεί ότι της καρφώθηκε η ιδέα να κάνει μία ταινία για τον Κωστή Παπαγιώργη μετά το θάνατό του.

Όμως, την Παρασκευή 13 Απριλίου και μετά την πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ στον Δαναό, το όμορφο σινεμά της Πανόρμου, η σκηνοθέτιδα του «Ο πιο γλυκός μισάνθρωπος» ομολόγησε ότι η μάλλον λανθάνουσα επιθυμία της είχε ξεκινήσει τις τελευταίες στιγμές του Παπαγιώργη εν ζωή.

Όταν η κατάσταση ήταν εξαιρετικά άσχημη και η νομοτέλεια είχε γίνει η κυρίαρχος του παιχνιδιού.

*Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

«Δεν ξέρω γιατί, είχα πάρει τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου, τραβούσα φωτογραφίες και βίντεο από το κινητό στο νοσοκομείο», ομολόγησε. Μάλλον μακάβρια, αποδέχθηκε ότι οι τελευταίες στιγμές του στοχαστή, ενός αληθινού φιλοσόφου, ενός σεμνού δοκιμιογράφου, με το ταλέντο στη σκέψη και τη σύνθεσή της, ήταν το δικό της δημιουργικό σημείο εκκίνησης. Κάπως έτσι συμβαίνει, πάντως, αν δεν είναι δίδυμα αδέλφια ο θάνατος και η τέχνη, είναι τουλάχιστον ετεροθαλή.

Όπερ και εγένετο. Όπως είπε η σύζυγος του εκλιπόντος, Ράνια Σταθοπούλου, «η Ελένη είναι η καλύτερή μου φίλη», όταν ρωτήθηκε αν έδωσε εύκολα την άδειά της για το ντοκιμαντέρ. Οι αντιρρήσεις της ούτως ή άλλως ήταν λίγες, κάμφθηκαν με δομημένα επιχειρήματα. «Εννοείται ότι δεν το μετάνιωσα», είπε, στη σύντομη τοποθέτησή της. Η Ελένη Αλεξανδράκη, όμως, όχι μόνο ζήτησε την άδειά της, αλλά της είπε να συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ. «Άρχισε να έχει μεγάλη αγωνία για το ‘’τι θα κάνω’’. Φοβόταν πάρα πολύ, ‘’μην εκθέσω τον Κωστή’’. Το κυριότερο που φοβόταν ήταν πώς θα εμφανιζόταν η ίδια στο ντοκιμαντέρ και αν θα μιλούσε η ίδια. Όπως ήταν πάρα πολύ φυσικό, είχε μεγάλη δυσκολία. Έγινε μία μεγάλη προσπάθεια για να το καταφέρουμε και το καταφέραμε. Πρέπει να πω ότι βοήθησε πολύ και ο Δημήτρης Καράμπελας σε αυτό. Αν προσέξεις το ντοκιμαντέρ είναι μία στιγμή που μιλάνε μεταξύ τους». Η Ράνια Σταθοπούλου βρίσκεται με τον Δημήτρη Καράμπελα μπροστά σε μία βιβλιοθήκη, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη, και συζητούν. «Του ζήτησα να είναι παρών, για να μπορούμε να την καταφέρουμε. Για μένα ευχάριστο ήταν επίσης οτι ο Δημήτρης, ενώ είχε τρακ, είχε νιώσει τόσο καλά, είχε ξεχάσει ότι υπήρχε κάμερα, σε προηγούμενη σκηνή. Προσπαθούσε να διαβεβαιώσει και τη Ράνια ότι είναι εντάξει το πράγμα». Η Αλεξανδράκη την θεωρεί, αν και την γνώρισε μετά τον ήρωα της ταινίας της, κομβική στο ότι «γίναμε φίλοι με τον Κωστή. Συμπαθηθήκαμε πολύ, γίναμε μία παρέα».

Για τον Παπαγιώργη μιλάς και δεν χορταίνεις. Οι “παπαγιωργισμοί” είναι άφθονοι. Ή λες τα απολύτως απαραίτητα, για να μην πέσεις σε αφιλόξενες ατραπούς. Ο πολυγραφότατος δοκιμιογράφος απόλαυε την εκτίμηση ενός μεγάλου φάσματος αναγνωστών, που δεν ήταν απαραίτητο να ανήκει στην αναγνωστική ελίτ.

«Είχε μεγάλη αποδοχή και εν ζωή ο Κωστής. Τεράστιο φαν κλαμπ. Θεωρώ ότι αυτό συνέβη επειδή είναι ειλικρινής. Μιλάει μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό. Και επειδή μιλάει μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό, όλοι μας αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε αυτά που γράφει. Είτε γράφει για τους φιλοσόφους είτε γράφει για το κακό, για τα πάθη, για τη ζήλια, για τη μισανθρωπία, για την αγοραφοβία, που προκαλεί τη μισανθρωπία. Είναι κάτι που το καταλαβαίνουμε. Το γράφει με τέτοιον τρόπο, που αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μέσα», είπε η σκηνοθέτιδα της ταινίας. Όσον αφορά στη γλώσσα, όμως, η οποία στα βιβλία του αναδεικνύει το υψηλό δικό του μορφωτικό επίπεδο; Αυτό είναι το εντυπωσιακό.

«Εγώ θεωρώ ότι έχει τεράστιο ταλέντο. Πράγμα που ο ίδιος πίστευε ότι δεν έχει. Θεωρώ ότι έχει τρομερή ιδιαιτερότητα στο χειρισμό της γλώσσας και μερικές φορές, ναι, μπορεί να χρειάζεσαι λεξικό, για να δεις τι σημαίνει μία λέξη, παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να γίνει πολύ προσηνής. Αυτό είναι η μεγάλη του αξία και η μεγάλη του δυνατότητα». Η Αλεξανδράκη δεν στάθηκε στους φίλους του που ήξερε. Θα μπορούσε, μια και γνώρισε τον Παπαγιώργη μέσω του πολύ καλού φίλου της, συναδέλφου της και «ενός συγκλονιστικού ανθρώπου, μίας απίστευτης φυσιογνωμίας», του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ο τίτλος της ταινίας, άλλωστε, προέρχεται από τον Βακαλόπουλο. Ο Παπαγιώργης τού είχε ζητήσει να του υπογράψει το δικό του βιβλίο, «Δεύτερη Προβολή» και ο Βακαλόπουλος έκανε την εξής αφιέρωση: «Στον πιο γλυκό μισάνθρωπο της Καλλιδρομίου».

Πνευματώδης και παιγνιώδης, ο Βακαλόπουλος πέτυχε τη σωστή αφιέρωση, περίπου 30 χρόνια πριν η Αλεξανδράκη κάνει την ταινία. Τα πλάνα του δείχνουν έναν νεαρό Κωνσταντίνο Τζούμα, θαρρείς, σαν τα μάτια του ελαφιού, έμπλεο (αυτό) σαρκασμού σε κάθε πόρο του κορμιού του. Όταν τον πέτυχε μπόσικο ο καρκίνος του πνεύμονα, ήταν 36. Ήταν, όμως, φίλος με τον Παπαγιώργη και πριν ο τελευταίος καλέσει στο τηλέφωνο την Αλεξανδράκη για να μιλήσουν για τον Βακαλόπουλο, στο βιβλίο που έγραψε με τίτλο «Γεια σου Ασημάκη», το 1993. «Μου είχε κάνει εντύπωση που ο Κωστής με κάλεσε τηλέφωνο για να μιλήσουμε. Είχα μία εσωτερική προσωπική σχέση με τον Χρήστο. Με συγκίνησε. Ο πατέρας του Χρήστου τον παρότρυνε να με ρωτήσει. Εξαιτίας αυτού γίναμε φίλοι», θυμάται η Αλεξανδράκη.

«Όταν πέθανε ο Χρήστος, ο Κωστής ένιωσε ότι τον έχασε. Νομίζω ότι ήθελε να βιώσει το πένθος μέσα από αυτήν τη διαδικασία». Και η υστεροφημία του Βακαλόπουλου; Μήπως ο Παπαγιώργης ήθελε να αφήσει το στίγμα του στο πέρασμα του χρόνου; «Ο Κωστής δεν υπολόγιζε ποτέ τα πράγματα. Έκανε μόνο ό,τι είχε στην καρδιά του και νομίζω ότι ένιωσε την ανάγκη να κάνει ένα βιβλίο για τον Χρήστο. Το έκανε εντελώς αυθόρμητα. Μάλιστα, νομίζω ότι ήταν στη διαδικασία να γράφει κάτι άλλο, αλλά έκανε αυτό εκείνη την ώρα».  «Είχαμε αρχίσει κάπως να κάνουμε παρέα. Οταν, δε, διάβασα το βιβλίο ενθουσιάστηκα. Πραγματικά, βρήκα ότι έπιανε τον Χρήστο που ήξερα εγώ πάρα πολύ καθαρά. Θυμάμαι ότι τον πήρα αμέσως τηλέφωνο, τον Κωστή, και του λέω ότι τρελάθηκα. “Είδες λίγο Χρήστο; Είδες λίγο Χρήστο;”, με ρώτησε. Έβαλα ένα απόσπασμα στο ντοκιμαντέρ, που λέει πώς ο Χρήστος σβήνει τα λόγια του άλλου, όπως ο νεοκόρος σβήνει τα κεριά μέσα στο νερό. Γιατί είχε αυτό το πράγμα. Είχε μία αδιανόητη ψυχραιμία, μία αδιανόητη ευγένεια και αγάπη για τα πράγματα, παρ’ όλο που ήταν τρομερά έξυπνος και μπορούσε να κριτικάρει τα πάντα, να ειρωνευτεί, να σχολιάσει. Είχε, όμως, μία ευγένεια ψυχής και πνεύματος, βασικά, η οποία πάντα ηρεμούσε τις καταστάσεις», συνέχισε, μιλώντας για δύο πολύ αγαπημένους ανθρώπους της.

Αυτή δεν ήταν η πρώτη γνωριμία τους. Είχε γίνει τέσσερα χρόνια πριν. «Τον είχα ακουστά, πρέπει να είχα διαβάσει κάνα δυο βιβλία του ήδη. Τον είδα ένα βράδυ, πάρα πολύ αργά, σε ένα μπαρ που λεγόταν “Τρίτο Μάτι”, στην Καλλιδρομίου. Ο Παπαγιώργης καθόταν με ένα ποτήρι με νερό μπροστά του. Εγώ δεν άνοιξα το στόμα μου, από ντροπή και συστολή. Ο Βακαλόπουλος μου είπε, “κοίτα, Ελένη, ο Κωστής ήταν αλκοολικός, τωρα έχει σταματήσει γιατί έχει αρρωστήσει πολύ, πάει στα μπαρ και πίνει νερό”. Πράγματι, μπροστά του είχε ένα ποτήρι νερό». Για δέκα χρόνια, όμως, το νερό ήταν «αυτό στο οποίο κατουράνε τα ψάρια», όπως είχε πει την εποχή της Rat Pack ο Ντιν Μάρτιν. Ο Παπαγιώργης ήταν αυτό που είπε ο Βακαλόπουλος.

Το μνήμα

Την εποχή των σκυλάδικων, σε μία μπουκοφσκική, αλλά εντελώς ελληνική, έκδοση, ο Παπαγιώργης συνήθιζε να τοποθετεί το μπουκάλι με το ουίσκι ανάσκελα. Έλεγε, «το μνήμα», δείχνοντάς το. Ευφυές, τόσο που δεν γινόταν κάποιος να κατανοήσει, όχι ακριβώς την εξάρτησή του για το ποτό αλλά, τις αιτίες που τον οδήγησαν εκεί. Ήταν ένας τρόπος να επιβιώσει στον άγριο κόσμο, ένας αγώνας απέναντι στην αγοραφοβία του; Η βραδυγλωσσία των παιδικών χρόνων είχε ξεπεραστεί από το Παρίσι κιόλας. Ένας βραδύγλωσσος μετέφραζε γαλλικά βιβλία. Από δίπλα, οι φίλοι του. Οι πρώτοι φίλοι του. Η Ελένη Αλεξανδράκη περιηγήθηκε σε όλο το εύρος που η ίδια μπορούσε να φανταστεί. Δεν στάθηκε να αποθεώνει τη γενιά της ή, ασφαλώς, τον άνθρωπο στον οποίο αφορά το φιλμ. Ξεκίνησε από τα χρόνια που τσακωνόταν με τους φίλους του για τον Χάιντεγκερ, έφτασε σε πλατείες για να δει απλούς υπαλλήλους. «Τους παλιούς φίλους του δεν τους ήξερα. Και τους γνώρισα με αφορμή το ντοκιμαντέρ».Τίποτα πομπώδες δεν έχει η ταινία. Ήταν ρεαλιστική και επ’ ουδενί παραπέμπει σε αγιογραφία: «Αν και με τον Κωστή συμφωνούμε ότι οι νεκροί είναι άγιοι». «Θα ήταν προδοσία η αγιογραφία για τον Κωστή, όπως και για οποιονδήποτε. Όταν μιλάς για τους εκλιπόντες, μιλάς σαν ίσος προς ίσον. Έτσι γίνονται άγιοι. Και οι άγιοι έχουν δυνάμεις, αδυναμίες, τα πάντα».  Από νωρίς, πριν από τα γυρίσματα, η Αλεξανδράκη διαβεβαίωσε άπαντες ότι είχαν, όχι το δικαίωμα αλλά, το ιερό καθήκον να είναι ειλικρινείς: «Ήθελα να πουν τα πραγματικά τους αισθήματα για τον Κωστή και όχι τα αγιογραφικά. Κατάλαβαν ότι δεν θα τους περιόριζα. Οπότε είχαν μία εμπιστοσύνη». Έτσι, βγήκε ένα έργο που πραγματικά περιέχει αυτό που θα φανταζόταν κάποιος ότι ήταν ο Παπαγιώργης. Φίλους που θα αναφέρονταν και σε κάποια ξεσπάσματά του, χωρίς στο ελάχιστο μνησικακία. «Νομίζω ότι αυτό που είπε η Τζούλια (σ.σ. Τσιακίρη), ‘’τότε ήμασταν υποχρεωμένοι να είμαστε μορφωμένοι’’, περιέχει το πάθος για τη γνώση και τη μόρφωση, που υπήρχε εκείνη την εποχή. Είναι ένα υπέροχο πράγμα. Όλος αυτός ο ανταγωνισμός, που υπήρχε μεταξύ των φίλων, ήταν για να γίνονται όλοι καλύτεροι. Δηλαδή, είχε έναν αγαθό σκοπό». Λίγο μετά την προβολή στον «Δαναό», ένας συγγραφέας περιέγραφε στους συνομιλητές του πώς πληροφορήθηκε από κάποιον για μία κριτική που έγραψε ο Παπαγιώργης για το βιβλίο του. «Ένα διθύραμβο. Έψαξα να τον βρω, αλλά δεν τον βρήκα», ομολόγησε.

Το πένθος

Οι φίλοι του ακόμα συγκινούνται για την απώλειά του, στις 21 Μαρτίου 2014. Η Ζυράννα Ζατέλλη πρόκειται να του αφιερώσει το επόμενο βιβλίο της. Ο Φώτης Νατσιούλης, καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας στον κινηματογράφο, είχε πάρει αγκαζέ τη συγκίνηση. Κάποιοι που θα μπορούσαν να μιλήσουν δεν το επιχείρησαν. Πένθος, σε μία εποχή που σχεδόν θεωρείται ντεμοντέ ή, αναγκαστικά, εξατμίζεται μέσα από την εύκολη πρόσβαση. Η Αλεξανδράκη έκανε μία ταινία καλή τη πίστει και ασφαλώς δεν μετάνιωσε: «Δεν ένιωσα ηθικό ενδοιασμό για το πορτρέτο του Κωστή. Είχα κάπως καθαρή την καρδιά, αγαπούσα αυτόν τον άνθρωπο και ήθελα να κάνω κάτι όσο μπορούσα καλύτερο για αυτόν τον άνθρωπο που εκτιμούσα και αγαπούσα. Βεβαίως φοβόμουν, επειδή είναι τόσο σπουδαίος και σημαντικός άνθρωπος, ότι μπορεί να μην παρουσιάσω το έργο του τόσο καλά. Να μην είμαι στο ύψος. Αλλά επειδή ακριβώς κατάλαβα και βγήκε από μόνο του ότι μέσα στο έργο ήθελα να βρω τον ίδιο, πια η διαδικασία ήταν πολύ εύκολη για μένα. Ήταν φυσική. Δεν ήθελα να κάνω κάτι σαν διανοούμενη, γιατί δεν είμαι διανοούμενη».

Η ίδια βρέθηκε στη θέση της επανατοποθέτησης των συμπερασμάτων της ή της δημιουργίας νέων: «Έμαθα σίγουρα πάρα πολλά πράγματα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Δεν ξέρω. Σίγουρα έμαθα πολλά, αφού διάβασα προσεκτικά τα βιβλία του. Για τον ίδιο, έμαθα να βλέπω πιο καθαρά το χαρακτήρα του, γιατί τον έψαχνα μέσα στα βιβλία».

Το γύρισμα ξεκίνησε… «Το γύρισμα ξεκίνησε από κάτι σκηνές μέσα στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Όλοι που προσέγγισαν ήθελαν να μιλήσουν. Εκτός από λίγους. Ένας πολύ πολύ φίλος του, ο Τάσος Μπάνος, τον οποίο ήξερα και μάλιστα είχαμε συναντηθεί πολλές φορές στο νοσοκομείο όσο ο Κωστής ήταν εκεί, γιατί ο Τάσος ήταν πάντα κοντά του, δεν ήθελε να μιλήσει. Μιλήσαμε, αλλά δεν ήθελε να μιλήσει on camera. Το οποίο, φυσικά, είναι απολύτως σεβαστό, καθώς μου είπε ότι η διαχείριση του πένθους για αυτόν είναι διαφορετική. Φυσικά, δεν επέμεινα. Γενικά, βρήκα πολύ μεγάλη γενναιοδωρία απέναντι στον Κωστή και απέναντι σε μένα από τους γνωστούς του».

Τρία χρόνια κράτησε το όλον, μέχρι να παιχθεί η ταινία στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης τον προηγούμενο μήνα. Υπάρχει μία σύμπνοια των δικών του ανθρώπων, η θλίψη για την απώλειά του, η οποία βεβαίως εκπορεύεται από το ποιόν του ανδρός: «Έπαιξε τρομερό ρόλο στις ψυχές των φίλων του. Ήταν μία επαφή που δεν είναι όπως όλες οι επαφές με τους ανθρώπους. Ήταν πολύ ιδιαίτερος, είχε πολλή ζεστασιά, είχε πολλή αγάπη και ταυτόχρονα εμπάθεια και πάθη. Με πάρα πολλούς φίλους είχε τσακωθεί και μετά ξαναβρεθεί, υπήρχαν πολλά στη ζωή του τέτοια συμβάντα. Ο θαυμασμός που σου προκαλούσε ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ από ό,τι απλώς λέει ωραία πράγματα ή ότι είναι έξυπνος. Είχε ψυχή. Ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος, λόγω της αγοραφοβίας, όμως. Δεν μπορούσες να τον φέρεις σε επαφή με οποιονδήποτε. Σε αυτό το σπίτι έχει φάει άπειρες φορές ο Κωστής, με φίλους και τα λοιπά. Ή εγώ στο δικό τους. Αλλά έπρεπε πάντα να γίνονται ειδικές συνθήκες. Δεν μπορούσες να πεις σε οποιονδήποτε να έρθει. Δεν ήταν πάντα αποδεκτό ότι θα γνώριζε κάποιον καινούργιο άνθρωπο. Αλλά αν γνώριζε κάποιον και τον συμπαθούσε, ήταν αμέσως πάρα πολύ φίλος του. Γράφει καταπληκτικά στη Νέα Εστία ο Δημήτρης Καράμπελας πώς τον γνώρισε, εδώ, σε αυτό το σπίτι και τι έγινε την επόμενη μέρα. Ήταν ένα βράδυ εδώ ο Δημήτρης και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Γνωρίστηκαν και αμέσως συνδέθηκαν πάρα πολύ. Έμεναν πολύ κοντά στα Εξάρχεια. Την επόμενη μέρα βγήκε ο Κωστής στη βεράντα του σπιτιού του, με το σώβρακο, και φώναζε: ‘’Μαλάκα Καράμπελα πού είσαι;’’. Για να βρει το σπίτι που έμενε ο Δημήτρης, ο οποίος το διηγείται και έχει πολλή πλάκα. Και δείχνει όλο το χαρακτήρα του Κωστή και τη ζεστασιά του».

Το διττό

Ο «Πιο γλυκός μισάνθρωπος είναι η αγαπημένη ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη: «Η αλήθεια είναι ότι νιώθω ότι είναι η πιο αγαπημένη μου, από όλες. Αυτό συνέβη, βέβαια, και σε άλλες πριν. Ελπίζω η επόμενη να είναι ακόμα πιο αγαπημένη». Όταν λέει «όλες», το εννοεί. Βρίσκεται δεκαετίες στο κουρμπέτι: «Έχω κάνει, καταρχάς, μία σειρά παιδικών πορτρέτων, το 1990, που λεγόταν ‘’τα παιδιά της Ελλάδας’’. Ήταν έξι ημίωρα πορτρέτα από διάφορα παιδιά στην Ελλάδα, πήγαινα και έβρισκα σε διάφορες περιοχές, είχα ερευνήσει τι είδους παιδί ήθελα να βρίσκω σε κάθε περιοχή και τους έκανα ένα πορτρέτο. Ζούσα μαζί τους, ουσιαστικά, και φίλμαρα τη ζωή τους. Έφτιαχνα μία ιστορία από την καθημερινότητά τους. Έχω κάνει επίσης ένα πορτρέτο μεταθανάτιο, της Τώνιας Μαρκετάκη. Η οποία επίσης είναι μία δουλειά που αγαπώ πολύ. Η αλήθεια είναι ότι τα πορτρέτα που έχω κάνει τα αγαπώ ιδιαίτερα». «Το σενάριο λέγεται ‘’Θολός βυθός’’, είναι η διασκευή δύο μυθιστορημάτων του Γιάννη Ατζακά, το ένα λέγεται ‘’Διπλωμένα φτερά’’, το άλλο λέγεται ‘’Θολός βυθός’’. Είναι η αυτοβιογραφική ιστορία του. Αυτός ήταν παιδί, γιος αντάρτη, ο οποίος μεγάλωσε στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Και έχουν τρομερό ενδιαφέρον αυτά τα βιβλία, είναι μία ιστορία που δεν είναι πάρα πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό. Όταν τα διάβασα, επειδή κι εγώ δεν ήξερα για τις παιδοπόλεις, με ενέπνευσαν τρομερά. Έχουμε δουλέψει το σενάριο με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη και περιμένουμε τις χρηματοδοτήσεις. Έχω βρει μερικούς συμπαραγωγούς από το εξωτερικό και περιμένω την Ελλάδα, για να ξεκινήσουν οι κινήσεις από το εξωτερικό, να πάμε στο Ερμάζ. Βρισκόμαστε στην αναμονή του Κέντρου Κινηματογράφου, της ΕΡΤ, ενδεχομένως να το υποβάλλω και σε κάποια καινούργια. Έχω σκεφτεί τους ρόλους, αλλά αν δεν υπάρχουν τα χρήματα δεν μπορώ να κάνω διανομή. Και επειδή κατά βάση ο κύριος ρόλος είναι παιδί, δεν θα κασταριστεί παρά μόνο όταν θα ξέρουμε ότι η ταινία θα γίνει. Ένα παιδί αλλάζει από μήνα σε μήνα». 

Για να επιστρέψουμε στον Παπαγιώργη, μπορεί το κίνητρο για τη σύλληψη της ταινίας να μην σχετιζόταν με το εμπορικό σκέλος, αλλά άπαξ και βγαίνει την Πέμπτη 19 Απριλίου στους κινηματογράφους, η σκηνοθέτιδά της σταυρώνει τα δάχτυλά της για να πετύχει: «Με νοιάζει πολύ. Θέλω να πάει ο κόσμος να την δει. Όποιος λέει ότι δεν τον νοιάζει είναι ψεύτης. Θα ήθελα πάρα πολύ να πάει καλά και πιστεύω ότι είναι μία ταινία που όντως μπορεί να πάει καλά. Έχει αυτό το διττό, που αφορά σε έναν άνθρωπο διανοούμενο, που γράφει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, παρ’ όλα αυτά παρουσιάζει τη ζωή του και το έργο του με ένα μουσικό, θα τον έλεγα, τρόπο, που σε βοηθάει να το καταλάβεις και νομίζω ότι σε βάθος χρόνου θα καλέσει τον κόσμο να πάει να την δει». Άλλωστε, δεν νομίζει ότι η διάρκεια για την πραγμάτωσή της κράτησε μόλις τρία χρόνια: «Η αλήθεια είναι ότι πιστεύω ότι οι ταινίες και τα έργα γενικώς γίνεται κατόπιν προεργασίας πολλών ετών. Αν το δει κάποιος με ψυχρό μάτι, πήρε τρία χρόνια να γίνει η σύλληψη και να γίνει η ταινία. Αλλά. Τα 20 χρόνια της φιλίας μας με τον Κωστή είναι η προεργασία μας η συνολική αυτής της ταινίας».

Δεν θα προκαλούσε έντονη έκπληξη να μην βρίσκεται μέσα στην ταινία ο ίδιος ο Παπαγιώργης. Πέρα από τους φίλους του, η κοινωνικότητά του ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Όμως τόσο οι φωτογραφίες όσο και οι σκηνές στις οποίες συμμετέχει πετυχαίνουν έναν σκοπό, μοιάζουν να έγιναν για το έργο, κάτι που ασφαλώς είναι χρονικά αδύνατον. Τα πλάνα που τον δείχνουν περιπατητή έχουν τη δική τους ιστορία: «Για αυτό που λες, ότι οι φωτογραφίες του είναι σαν να έχουν γίνει για την ταινία, χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί προσπαθήσαμε, με τον Νίκο Πάστρα, με τον οποίο συνεργάστηκα πάρα πολύ καλά στο μοντάζ, να χρησιμοποιήσουμε μόνο φωτογραφίες του που είναι ενσταντανέ. Υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες που του έχουν βγάλει φωτογράφοι. Αλλά δεν χρησιμοποιήσαμε καμία από αυτές, γιατί θέλαμε μόνο φωτογραφίες που έχουν την ατέλεια της ζωής. Αυτό εκπέμπεται από την ταινία. Κινηματογραφημένο, επίσης, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο κάποια πράγματα που είχαν τραβήξει κάποιοι φίλοι, με κινητά, κάποια πλάνα ζωντανά, του Κωστή, τα έχει τραβήξει ο Νίκος Περράκης, γιατί είχε κάνει ένα ντοκιμαντέρ που λεγόταν ‘’Πόλις’’, πριν από πολλά χρόνια, το οποίο ήταν για την Αθήνα. Και είχε ζητήσει στον Κωστή να κάνει μερικά περάσματα. Έγιναν, αλλά ο Περράκης δεν τα χρησιμοποίησε ποτέ. Δεν ξέρω γιατί, δεν του χρειάστηκαν. Η Ράνια θυμόταν ότι κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Τα ζητήσαμε από τον Περράκη, ο οποίος εξέφρασε την αμφιβολία του για το αν θα τα έβρισκε. Αλλά όπως μου είπε η Ελένη Κοσσυφίδου, η παραγωγός, εφόσον είναι του Περράκη, είναι Γερμανός, δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα βρούμε. Και όντως, τα ψάξαμε στη Στέφη, γιατί ήταν ελληνογερμανική αυτή η παραγωγή, και τα βρήκαμε. Ευχαριστώ, βέβαια, πολύ τον Περράκη για αυτό».

Σε ό,τι αφορά την εταιρεία παραγωγής, η Feelgood είναι γυναικωνίτης. Η Αλεξανδράκη είναι χαρούμενη για αυτό, όπως και για το γεγονός ότι έτυχε σημαντικής αποδοχής εντός ειδικά το έργο για τον Παπαγιώργη: «Η Feelgood εχει αναλάβει, όπως για πολλούς άλλους Έλληνες σκηνοθέτες, σχεδόν όλες τις ταινίες μου. Και τις διαχειρίζεται.Εδώ και χρόνια. Επίσης, η Feelgood έχει ενδιαφέρον για το επόμενο πρότζεκτ που ετοιμάζω, το οποίο είναι πολύ ακριβό και δύσκολο και παίρνει χρόνο για να βρεθούν τα χρήματα. Η Ελένη Κοσσυφίδου, η παραγωγός, έχει μία πολύ καλή επαφή με την Feelgood και το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι οι κυρίες της Feelgood είναι παπαγιωργικές, λατρεύουν τον Παπαγιώργη». 

Ο Ακύλλας Καραζήσης και ο Αργύρης Πανταζάρας, εκ διαμέτρου αντίθετοι φαινομενικά, είναι άψογοι στο ρόλο του αναγνώστη. Η έντασή τους σου μένει στο μυαλό για μέρες μετά την θέαση του έργου. Από δίπλα η Μαρία Πανουργιά, καθώς και οι: Ζυράννα Ζατέλη, Θανάσης Καστανιώτης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Στέλιος Ράμφος, Χρήστος Γιανναράς, Ράνια Σταθοπούλου, Λάγια Γιούργου, Ορφέας Περίδης, Γιάννης Πατίλης, Ζαχαρίας Σώκος, Μιχάλης Γκανάς, Σπύρος Γιανναράς, Νίκος Φελέκης, Τάσσης Παπαϊωάννου, Χρήστος Καρακέπελης, Δημήτρης Καράμπελας και άλλοι.