ΣΙΝΕΜΑ

Η Ηρώ Μπέζου πιστεύει ότι ο έρωτας σε φυλακίζει

Με αφορμή τη νέα της ταινία 'Άφτερλωβ', μιλήσαμε με την ηθοποιό για τις σχέσεις, το θέατρο, την οικογένειά της και την ανάγκη που είχε να ξεφεύγει από την πραγματικότητά της.

Στα πρώτα πέντε λεπτά μετά τη χειραψία μας, σαν να μην υπήρξε ποτέ πάγος για να σπάσει, πετούσε τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι του σαλονιού της και συζητούσαμε ήδη για τα νοίκια στα Άνω Πετράλωνα και την τεχνική Alexander που τη βοηθάει στη στάση του σώματος. Όσο αναλογιζόμουν το πώς ένα τόσο μικροκαμωμένο σώμα μπορεί να επιβληθεί στην κάμερα όσο θα τη δεις να κάνει στη νέα της ταινία ‘Άφτερλωβ’, η Ηρώ Μπέζου με είχε βολέψει στον φούξια καναπέ της και είχε κουλουριαστεί δίπλα μου.

Απέναντι από μια βιβλιοθήκη γεμάτη με τα άπαντα του Κούντερα και μπόλικη κλασική λογοτεχνία – όταν τα πρόσεξα έσπρωξε τα μπροστινά βιβλία για να μου δείξει λίγη από τη μοντέρνα λογοτεχνία που κρυβόταν πίσω τους – πίσω από ένα τραπέζι με τρία κουτιά χαρτομάντιλα, ένα νοικιασμένο DVD και ένα first aid kit, και δίπλα από στριμωγμένα λούτρινα που λυπάται να βάλει στο πλυντήριο, ξεκίνησε μια συζήτηση που δεν τσιγκουνεύτηκε τίποτα.

Ι. Η ΗΡΩ ΚΑΙ Η Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ

“Είδα τις προάλλες το ‘Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου’ του Woody Allen και ταυτίστηκα πάρα πολύ με τον χαρακτήρα της κοπέλας. Ξέρεις, που είχε τόση ανάγκη να παραμυθιαστεί και να ξεφύγει από κάτι μέσα από το σινεμά.

Όταν ήμουν μικρή, στην εφηβεία, είχα τρομερή ανάγκη να φύγω από την πραγματικότητα γιατί δυσκολευόμουν να συνυπάρξω με τους συνομήλικούς μου. Σε κάποια πράγματα ένιωθα πολύ μεγαλύτερη, σε κάποια πολύ πιο ανώριμη, οπότε δεν είχα τον τρόπο να βρεθώ ισότιμα μέσα σε ένα περιβάλλον. Δική μου ήταν η αναπηρία και φαντασιωνόμουν ότι θα ήθελα να ζω κάπως αλλιώς.

Ήμουν πάρα πολύ καλή μαθήτρια στη Β΄Λυκείου και στην αρχή της Γ΄Λυκείου, αλλά μετά έπαθα μια κρίση στα μισά της Γ’ Λυκείου και τα παράτησα. Δεν είχα και σκοπό να μπω στο Πανεπιστήμιο. Ήξερα από πολύ νωρίς ότι ήθελα να μπω στη σχολή, απλά διάβαζα γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω και ήθελα να είμαι καλή σε κάτι. Μου έγινε όμως τρομερός ψυχαναγκασμός. Σε πολλά μαθήματα δεν μάθαινα κιόλας, όπως στην Ιστορία. Με εξαίρεση τα Αρχαία που μου άρεσαν πολύ και είχα και καλό δάσκαλο, άντε και στη Λογοτεχνία, στα υπόλοιπα υπέφερα. Κατέβασα ρολά και έγραψα στις πανελλήνιες 12, από εκεί που έγραφα 19 και 20.

Δε φανταζόμουν ότι θα γίνω κάτι άλλο. Ίσως επειδή ήταν όλος μου ο περίγυρος το θέατρο. Το είπα επίσημα γύρω στα 12-13. Δεν είχα δίλημμα στ’ αλήθεια, μου άρεσε πάρα πολύ, ήθελα να κάνω αυτό. Έχει να κάνει με τα ερεθίσματα, σε μια άλλη οικογένεια ίσως γινόμουν κάτι άλλο”.

ΙΙ. Η ΗΡΩ ΚΑΙ Η ΜΠΕΖΟΥ

Το επώνυμο Μπέζου θα ήταν ο ελέφαντας στο δωμάτιο αν αποφασίζαμε να το αγνοήσουμε. Ευτυχώς δε χρειάστηκε. Πρώτη νύξη μια παλαιότερη δήλωσή της. Ότι οι γονείς της δεν τη συμβουλεύουν, επειδή θέλουν να το ζήσει όλο μόνη της.

“Δεν είναι ότι δε ρωτάω, απλά δεν είναι η συμβουλή με την έννοια ‘τώρα παιδί μου που θα βγεις στο θέατρο θα κάνεις αυτό’. Αλλά έχω ζητήσει συμβουλές. Όχι για μεγάλα πράγματα, για πιο πρακτικά. Δεν παίρνει όμως τη διάσταση τύπου ‘παιδιά, θέλω να σας ρωτήσω για κάτι’.

Επόμενη αναφορά μας η πρώτη και μέχρι στιγμής τελευταία της συνεργασία με τον πατέρα της στην ‘Αντιγόνη’ το ’13.

“Δεν ήταν εύκολο, αλλά γι’ αυτό το κάναμε […] Υπήρχε μια κάποια σύγκρουση στα πλαίσια μιας δικής μου ανάγκης να συμφωνήσουμε σε κάτι, που δε χρειαζόταν, που ήταν ίσως λάθος. Λάθος, αλλά έγινε και καλώς έγινε. Εξελιχθήκαμε και ήταν και μια ωραία παράσταση. Ήρθαμε και πιο κοντά και νομίζω ότι και από την πλευρά του ήταν ευχαριστημένος.

Θα το ξανάκανα αλλά θα προσπαθούσα να είμαι πιο ελαφριά. Χωρίς προσδοκία σε σχέση με το να τα βρούμε. Με μια αποδοχή ότι μπορεί και να μην τα βρούμε, και μια χαρά. Δε μπορώ να τα βρίσκω με ένα σωρό κόσμο και να είμαι πιο αυστηρή με έναν άνθρωπο δικό μου. Βέβαια αυτό είναι και ένα δείγμα ότι νοιάζεσαι.

Ο κόσμος έτσι κι αλλιώς λέει, αλλά δε με απασχολεί, είναι κάτι το οποίο είναι μέσα στα πράγματα. Επειδή όμως οι φίλοι μου οι πιο πολλοί είναι ηθοποιοί και το περιβάλλον μου είναι πιο πολύ μέσα στο θέατρο, δε μου υπενθυμίζεται πολύ. Πιο πολύ το βλέπω σε ανθρώπους που δεν έχουν πολλή σχέση με τον χώρο, γιατί καταλαβαίνω ότι γι’ αυτούς είναι κάτι. Έχει κι ένα καλό αυτό. Ότι δε θα χρειαστεί ποτέ να κυνηγήσω μία φήμη. Δε μπορώ να πάω προς τα κει, ευτυχώς! Γιατί σε έναν τέτοιο πιο φτηνό, πιο επιπόλαιο τρόπο προβολής, είμαι αυτό, είμαι Μπέζου. Δε μπορώ να χαρώ αν μου πούνε ‘θα σε κάνω εξώφυλλο’ – που θα ήταν μια ταπεινή προσδοκία ας πούμε – επειδή αυτόματα θα σκεφτώ ότι θέλουν να με κάνουν γι’ αυτόν τον λόγο. Οπότε ξεμπερδεύεις με αυτές τις μαλακίες και πας σε κάτι ουσιαστικό (γέλια)”.

III. H ΗΡΩ ΚΑΙ Η ΑΜΗΧΑΝΗ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΦΤΕΡΛΩΒ

Στην καινούρια της ταινία ‘Άφτερλωβ’, μια συνεργασία με τον Χάρη Φραγκούλη και τον Στέργιο Πάσχο που ξεκίνησε από την ταινία μικρού μήκους ‘Ο Έλβις Είναι Νεκρός’ το 2013 με τους ίδιους δύο βασικούς χαρακτήρες, τη Σοφία και τον Νίκο, οι πρωταγωνιστές βιώνουν το μετά μιας σχέσης που έχει τελειώσει, αλλά δεν τελείωσε ουσιαστικά ποτέ. Ο Νίκος, παγιδευμένος σε ένα συναίσθημα που δε μπορεί να ξεπεράσει, αποφασίζει να κλείσει τους δυο τους σε ένα φιλικό του σπίτι στα βόρεια προάστια, μέχρι να ανακαλύψουν τον πραγματικό λόγο που χώρισαν.

Βίαιη πράξη και παρεμβατική, αλλά δε φαίνεται να την τρομάζουν τα όρια του μηνύματος – αν υπάρχει κάτι τέτοιο.

“Δεν είχαμε την πρόθεση να μη ρομαντικοποιήσουμε κάτι. Έχει τεράστια βία αυτό που κάνει. Προφανώς και ο ίδιος έχει υποστεί μια ψυχική βία από αυτήν την κοπέλα μέσα στα χρόνια, για να κάνει κάτι εξωτερικό και πρακτικό ώστε να μπορέσει να πάρει κάτι από αυτήν. Το σχεδιάζει, το οργανώνει, κάνει κάτι που έχει κόπο και εννοείται ότι είναι βίαιο και παραβιαστικό, αλλά δε νομίζω ότι αυτή η σχέση και οποιαδήποτε σχέση είναι ουσιαστική υπακούει στους κανόνες του savoir vivre. Η αυθαιρεσία είναι ένα κομμάτι του έρωτα.

Παίζουν με τα όρια αυτοί οι άνθρωποι. Και παίζει με τα όρια πλέον και ο ίδιος, εφόσον είναι ηττημένος. Είναι ηττημένος, γι’ αυτό και υπάρχει και το χιούμορ στην αρχή, είναι το χιούμορ του απελπισμένου. Ενός ανθρώπου που τριβελίζει συνέχεια το ίδιο πράγμα, που δε μπορεί να βρει τον εαυτό του, το ποιος είναι.

Αλλά φυσικά και έχει βία και αυτό το κάνει και ακόμα πιο ρομαντικό κατά τη γνώμη μου. Επειδή έχει το ρίσκο να σου πει η άλλη ότι αυτό που κάνεις είναι λάθος”.

Στη σύντομη ζωή που έχει αποκτήσει η ταινία μέσα στα φεστιβάλ που την έχουν φιλοξενήσει πάντως, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η απεικόνιση της σχέσης όπως γίνεται μέσα της, μοιάζει πολύ με καταστάσεις οικείες και σύγχρονες. Σε άβολο, σχεδόν, βαθμό.

“Είναι ασφυκτική σχέση, αλλά ταυτόχρονα είναι και σχέση δύο ανθρώπων που θέλουν να είναι μαζί. Θέλουν ο ένας τον άλλον. Κι αυτό είναι το δύσκολο, όταν είσαι εκεί που πραγματικά θες να είσαι. Δεν είναι εύκολο να είσαι με τον άνθρωπο που είσαι ερωτευμένος. Δεν είναι εύκολο να πας προς τα εκεί που θες. Γιατί υπάρχει φόβος, γιατί αν αυτό το πράγμα σε προδώσει μπορεί να καταρρακωθείς. Όταν ο άλλος σε βλέπει πολύ βαθιά, δε μπορείς να συντηρήσεις τη μάσκα σου. Νομίζω ότι αυτό που υπάρχει σε αυτή τη σχέση είναι ότι μιλάμε για δύο ανθρώπους που παλεύουν με την εικόνα τους, με το στιλιζάρισμά τους. Υπάρχει το κομμάτι της φιλίας, αλλά υπάρχει σε επίπεδο παρέας. Παρ’ όλα αυτά όμως, υπάρχει και το πολεμικό κομμάτι γιατί βλέπουν πολύ καθαρά. Ή βλέπουν ότι υπάρχει ο κίνδυνος να δουν πολύ καθαρά και ίσως δεν είναι έτοιμοι. Αυτό είναι ίσως κάτι που μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος.

Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με το σήμερα. Σήμερα σε σχέση με τη δεκαετία του ‘50 ας πούμε, ναι, έχουμε περισσότερες επιλογές, αλλά νομίζω ότι παγιδευόμαστε στη δυνατότητα επιλογής. Έχεις μια ψευδαίσθηση ότι είσαι ελεύθερος να πας με πολλούς. Και είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι μόνο αυτό η ελευθερία. Η πίστη σε κάτι είναι μια σταθερά που μας τρομοκρατεί γιατί έχει τη δέσμευση μέσα.

Ένας δυνατός έρωτας σου ζητάει κάτι παραπάνω. Και το παραπάνω δεν είναι μόνο να μην απατάς ή να είσαι στην ώρα σου στο σπίτι. Το παραπάνω είναι ότι πρέπει να κόψεις από πράγματα για να μεγαλώσεις μαζί με τον άλλον.

Δε μιλάμε για συμβιβασμούς απαραίτητα, το αντίθετο. Το να είσαι μαζί δε σημαίνει απαραίτητα συμβιβασμό. Ίσως υπάρχει κι αυτός ο εφιάλτης ότι ας πούμε η συντροφικότητα θα οδηγήσει στη ρουτίνα και η ρουτίνα θα οδηγήσει στη φθορά. Αυτό το πρότυπο που μας έχει φορεθεί: Ή θα κάνεις οικογένεια ή θα είσαι ελεύθερο πουλί. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον έρωτα. Το πράγμα από μόνο του σε φυλακίζει και άμα πας να το κοντράρεις, μπορείς να βρεις χιλιάδες δικαιολογίες. Εγκλωβιζόμαστε στο ότι μπορείς ανά πάσα στιγμή να φύγεις από μια σχέση, που μπορεί τελικά να είναι πιο εγκλωβιστικό από το να μην μπορείς”.

IV. Η ΗΡΩ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ H KURSK

“Έχω κάνει 21 παραστάσεις και οι 15 ήταν στην αρχή. Έπεσα με τα μούτρα και ευτυχώς μπορούσα κιόλας. Αργότερα κατάλαβα καλύτερα τι θέλω και ίσως έγινα λιγότερο πρόθυμη. Δε χωράνε όλα και είναι καλό να μη χωράνε όλα, πάντα. Δε συμφωνώ απόλυτα ότι απ’ όλους μπορείς να πάρεις κάτι. Δεν έχεις απ’ όλους να πάρεις κάτι. Μπορεί να αποκομίσεις κάτι από κάθε εμπειρία, αλλά πρέπει να έχεις και τη διαύγεια να δεις ότι ένα περιβάλλον μπορεί όντως να σου κάνει κακό.

Έχω κάνει και πολύ παιδικό θέατρο και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. […] Με καλή συνθήκη μπορεί να είναι πραγματική προσφορά. Δε φιλτράρεται από κανένα θεατρόφιλο μάτι. Έρχονται τώρα στο θέατρο άνθρωποι και μας λένε ότι δεν κατάλαβαν. ‘Δεν κατάλαβα γιατί αυτός ήταν στο πάτωμα’. Δεν κατάλαβες γιατί πιστεύεις ότι θα έπρεπε να είχες καταλάβει κάτι, μπαίνεις σε μια διαδικασία ότι θα έπρεπε να είμαι εκπαιδευμένο κοινό για να το καταλάβω, ότι ο διπλανός μου ίσως ξέρει κάτι παραπάνω. Οπότε μπορεί, αν δε βλέπεις κάτι 100% οικείο, να μη μπορείς να σκεφτείς ότι ο άλλος κάνει κάτι μέσα από έναν αισθητικό δρόμο ή είναι κάτι που δε χρειάζεται να επεξεργαστείς με το μυαλό. Ενώ τα παιδιά μπορεί να βάλουν το πόδι τους πίσω από το κεφάλι και αν σε δουν να κάνεις το ίδιο, δεν τους φαίνεται παράξενο”.

Όταν μιλά για το παιδικό θέατρο, η γλώσσα του σώματός της που ούτως ή άλλως περιγράφει τα πάντα και σε καθοδηγεί στην έμφαση που πρέπει να δώσεις, γίνεται ακόμα πιο έντονη. Αν ήθελα να γίνω γραφική, θα έλεγα ότι φώτισε ολόκληρη. Βασικά θα γίνω για λίγο, και θα πω ότι την ίδια επίδραση είχε η αναφορά μας στη θεατρική ομάδα Kursk όπου συμμετέχει τα τελευταία αρκετά χρόνια, και κυρίως, στον Χάρη Φραγκούλη. Μέντορα αποφεύγει να τον πει, αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό έχει στον βαρύγδουπο τίτλο.

“Γνωριζόμασταν από τη σχολή, είχαμε συμπέσει. Είχαμε κάνει εκεί μια παράσταση και τα παιδιά είχαν κάνει κι άλλη μία χωρίς εμένα γιατί είχα τελειώσει, και όταν ξαναβρεθήκαμε αποφασίσαμε ότι θέλαμε να κάνουμε μια παράσταση, το ‘Βόυτσεκ’ το 2012. Μετά συνειδητοποιώντας ότι θέλουμε να ξαναδουλέψουμε μαζί, καταλάβαμε ότι είμαστε ομάδα. Έκτοτε συμπορευόμαστε. Είναι κάτι που μας ακολουθεί σε όλες μας τις δουλειές με έναν τρόπο, και σε όλη μας τη ζωή. Είναι μια σχέση πολύ βαθιά και πολύ σύνθετη. Και με τον Γιάννη τον Παπαδόπουλο που είναι στις παραστάσεις και τον Κορνήλιο Σελαμσή που γράφει τη μουσική, και με ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν.

Πρόπερσι ήμασταν σε μια παράσταση που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και χρηματοδοτήθηκε, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση. Τώρα πάλι είμαστε σε ένα θέατρο που δεν αμειβόμαστε. Αυτό επηρεάζει το πώς γίνεται μια παράσταση. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν υπάρξει εκπτώσεις, επειδή είναι έτσι το κείμενο που επιτρέπει να γίνει όπως θέλει ο Χάρης να γίνει. Θα θέλαμε να μπορούμε να επιβιώνουμε από αυτό.

Εγώ έχω σταθεί τυχερή και τα πρώτα χρόνια πολύ περισσότερο, τα τελευταία δύο έχω ζοριστεί. Αλλά αυτό έχει να κάνει και με την επιλογή. Θέλω να αφήνω χώρο για να κάνουμε και τις δουλειές μας. Από την άλλη όταν δε σε βοηθάει η συνθήκη και δεν υπάρχει μια παραγωγή να σε στηρίξει αναγκαστικά πρέπει να δουλεύεις κι αλλού, κι αυτό να έχει ίσως και μια επίπτωση στη δουλειά, στον χρόνο σου, να μη μπορεί να γίνει τη δεδομένη στιγμή κάτι. Εμείς έχουμε τη διάθεση να δώσουμε προτεραιότητα σ’ αυτό πάντα γιατί αυτό θέλουμε, αλλά είναι εξουθενωτικό. Δεν είναι ότι δε με φθείρει το ότι δε μπορώ να πληρωθώ γι’ αυτό για το οποίο δουλεύω τόσο πολύ και που θεωρώ ότι αξίζει.

“Με τον Χάρη ήταν κομβική η συνάντηση. Κατάλαβα κάτι που ήθελα και δε μπορούσα να το δω και στη σχολή. Όταν γνώρισα τον Χάρη, μπήκε σε λέξεις. Κατάλαβα και στην πράξη ότι κατάλαβα τι θέλω και προς τα πού θέλω να κινηθώ. Είναι τρομερό συναίσθημα. Να νιώσεις ότι μπορεί να μην είναι σημαντικό μόνο να κάνεις κάτι καλά, ή μόνο το να αρέσεις, ή να κάνεις κάτι όμορφα”.

Μπορείς να πας και πέρα απ’ αυτό για να βρεις κάτι για τη ζωή ή να βρεις κάτι στ’ αλήθεια για σένα. Να πας πέρα απ’ αυτό που σου λένε οι άνθρωποι ότι πρέπει να πας.

“Ήταν απελευθερωτικό και ήταν και μια τεράστια ανακούφιση. Πριν δεν ξέρεις ότι σου λείπει αυτό, μέχρι να το βρεις.

Αυτό το πράγμα συνέχεια χτίζεται και υπάρχει και η αμφισβήτηση, γιατί είναι εύκολο να φτάσεις στην ανισότητα όταν κάποιον τον θαυμάζεις. Όταν είναι και σκηνοθέτης και είναι ο άνθρωπος που σε οδηγεί, μπορεί να υπάρχει μια σχέση όπου του μεταδίδεις την ευθύνη. Είναι καλό ακόμα κι όταν αυτό σπάει, και βλέπεις τον άνθρωπο ξανά απ’ την αρχή. Αυτό είναι η σχέση αυτή για μένα”.

Φέτος τη σκηνοθετεί στο ‘Lenz’, μια νουβέλα του Μπίχνερ που ολοκληρώνει τη ζωή της σε λίγες μέρες στο BIOS. Το βάρος ενός λογοτεχνικού έργου που πιστώνεται την αρχή της πρόζας του ευρωπαϊκού μοντερνισμού είναι σίγουρα ειδικό, το ενδιαφέρον μου όμως επικεντρώθηκε στην ευαίσθητη φύση του χαρακτήρα που υποδύονται 3 από τους 5 στην ομάδα. Κλειστοφοβικός, φθαρμένος και εξεγερμένος, ο ίδιος ο Lenz δε μπορεί να ζήσει, αλλά μπορεί να σου πει κάτι για τη δική σου ζωή.

“Ο άνθρωπος αυτός δε μπορεί να επιβιώσει. Θέλει να είναι ελεύθερος. Έχει μια θηριώδη σχέση με τη φύση, όλα είναι αβυσσαλέα, μεγάλα και ευαίσθητα γι’ αυτόν. Βασανίζεται και ταυτόχρονα ηδονίζεται από το ίδιο πράγμα. Είναι μια ιδιοφυία, όπως ήταν κι ο Μπίχνερ.

Δεν είναι εύκολο να επιβιώσει μια τέτοια προσωπικότητα. Οι υπόλοιποι προσπαθούμε να επιβιώσουμε, αναγκαστικά γιατί θέλουμε να ζήσουμε. Δεν είμαστε ο Lenz, ούτε ζούμε με τέτοιον τρόπο. Έχουμε στοιχεία μέσα μας που συγγενεύουν μ’ αυτό και θέλουμε να συναντηθούμε μ’ αυτό το πράγμα, αλλά κι εμείς οι ίδιοι έχουμε μια ευθύνη για το ότι αυτοί οι άνθρωποι δε μπορούν να ζήσουν. Γιατί ευαίσθητοι είμαστε πολλοί, αλλά δεν είναι εύκολο να δεχθείς έναν άνθρωπο που σου υπενθυμίζει διαρκώς ότι τα πράγματα είναι φθαρτά, ότι ο θάνατος είναι εδώ ανά πάσα στιγμή. Η ίδια του η παρουσία σου ζητάει τα ρέστα. ‘Γιατί έχεις τακτοποιήσει τη ζωή σου;’ Δε χρειάζεται να πας σε λογιστικό γραφείο για να τακτοποιήσεις τη ζωή σου. Τακτοποιείς τη ζωή σου γιατί αποφασίζεις ότι θα ζήσεις με τον τρόπο που αποφασίζεις να ζήσεις, για να ξεχάσεις ότι θα πεθάνεις, να ξεχάσεις τον πόνο, για να περάσεις μια όμορφη μέρα”.

V. Η ΗΡΩ, Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ

“Υπάρχει περίπτωση να δεις ότι κάποιος έχει κάτι γόνιμο να σου πει, αλλά ξεκινώντας από τη βάση ότι έχει κατανοήσει τι κάνεις. Ότι μιλάμε σε μια κοινή γλώσσα, έχει καταλάβει την πρόθεση, μπορεί να δει με διαύγεια μέσα σ’ αυτό που κάνεις και όχι επιφανειακά, και άρα μπορεί να σου πει κάτι μέσα από τη διαδρομή που έχεις ακολουθήσει κι εσύ. Όταν όμως ο άλλος βλέπει κάτι τελείως διαφορετικό, μέσα από έναν πρόχειρο και επιφανειακό τρόπο, όχι, δε με ενδιαφέρει.

Με ενδιαφέρει η γνώμη των ανθρώπων μου. Είτε με τον Χάρη και τον Γιάννη – με ενδιαφέρει πάρα πολύ και συνεχίζουμε τον διάλογό μας μέσα απ’ αυτό – είτε ανθρώπων αγαπημένων μου. Με ενδιαφέρει πώς νιώθουν γι’ αυτό που κάνω. Αν εγώ πιστεύω πολύ σε μια δουλειά που κάνω, ξαναβλέπω τον άνθρωπο σε σχέση με το πώς αντιδρά σ’ αυτό. Μπορεί να είναι αλαζονικό αυτό που λέω αλλά αν είμαι πολύ σίγουρη ότι εγώ αυτό θέλω να κάνω και ένας άλλος άνθρωπος νιώθω ότι κοντράρει πολύ μ’ αυτό, μπορεί να με απογοητεύσει. Φυσικά δεν αποκλείεις κανέναν όμως, μπορεί να γίνει και μια κουβέντα και να πάει ακόμα πιο βαθιά, και να αναθεωρήσεις κι εσύ πράγματα”.

“Τα βραβεία είναι καλό να τα χαίρεσαι, αλλά λίγο. Για καμιά βδομάδα, μέχρι εκεί. Δε σε ορίζουν. Το βραβείο έχει από μόνο του την έννοια ότι κάποιος σε τοποθετεί κάπου, που από μόνο του είναι αλλόκοτο, κόντρα στη φύση. Σαν να λες ‘εγώ που έχω μία θέση, δίνω σε σένα το δικαίωμα να μπεις κάπου’. Το θέμα είναι ότι εμείς, η κοινωνία, οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, χαιρόμαστε γιατί έχουμε την ανάγκη να ξεχωρίσουμε.

Αντί να πούμε ότι όλοι είμαστε τίποτα και πάμε να μεγαλώσουμε μέσα από κάτι, λέμε ότι είμαστε κάτι πέρα από τον σωρό, λες και δεν πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ.

Το να πεις ότι είμαι κάποιος επειδή πήρες ένα βραβείο είναι μία πολύ συνήθης και κατανοητή λειτουργία, αλλά είναι εμπόδιο. Δε με απασχολεί. Ίσα ίσα μπορεί να με θυμώσει αν πάρει ας πούμε κάποιος φίλος ένα βραβείο και δω στα μάτια του το ‘τώρα θα ‘πρεπε να χαίρεσαι’. Έχουμε όλοι κριτική σκέψη, αλλά και πάλι δε μπορούμε να αποβάλλουμε το ψευτοχόλιγουντ. Θα χαιρόμουν εάν καταργούνταν τα βραβεία γενικώς, δε νομίζω ότι θα πάθαινε τίποτα ο πλανήτης”.

VI. H ΗΡΩ ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ

Όταν τη ρώτησα εάν βλέπει φως στο τούνελ μέσα από τα ζόρια της εποχής, μου είπε ότι “γενικά βλέπει φως στα τούνελ”. Όσο για τη γενιά της, αυτή διαφοροποιήθηκε εκ των πραγμάτων, αλλά θα της πάρει καιρό να γίνει ο φοίνικας μεσ’ απ’ τις στάχτες της.

“Δεν είμαι απαισιόδοξη, αλλά δεν είμαι ντε και καλά αισιόδοξη. Και να σκεφτώ το μέλλον τι θα γίνει; Μέσα από το πού βρίσκεσαι έρχεται η επόμενη στιγμή. Προσπαθώ να ζω τη στιγμή αυτόν τον καιρό, να τοποθετούμαι στο τώρα, αλλά είναι και επειδή έχω ένα πολύ έντονο παρόν. Έχω πράγματα που με γεμίζουν και απαιτούν από μένα κάτι. Διαφορετικά μπορεί να χαωθώ στο παρελθόν και στο μέλλον.

“Στη γενιά μου οι άνθρωποι προσπαθούν πολύ να είναι μαζί. Παίρνουν πολλές πρωτοβουλίες και δεν περιμένουν από κάποιον μεγαλύτερο. Νομίζω όμως πως κι αυτό αρχίζει σιγά-σιγά να φθίνει. Δεν ξέρω γιατί. Σίγουρα ένας λόγος είναι ότι ακόμα υπάρχει μια ανάγκη να φερθούμε σαν να είμαστε σε ακμή, σαν να έχουμε λεφτά. Να έχουμε τις μικροεπιτυχίες μας, να βγάλουμε λίγα παραπάνω λεφτά, να πάρουμε έναν ρόλο παραπάνω. Δεν υπάρχει μια απόλυτη αποδοχή ότι κάτι έχει τελειώσει και γι’ αυτό δε μπορούμε να ανθίσουμε ξανά. Για να ξαναδείς κάτι, πρέπει να αποδεχτείς ότι δεν είσαι τίποτα, κι από κει να δεις τι είσαι”.

*Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

***

* Το ‘Άφτερλωβ’ κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη StraDa Films.

* Το ‘Lenz’ θα παίζεται στο BIOS μέχρι τις 21 Μαΐου.