FEELGOOD ENTERTAINMENT / 1968
ΣΙΝΕΜΑ

Μπασκετικές ιστορίες ενός άλλου αιώνα

Ο παλαίμαχος της ΑΕΚ Νικόλας Μπαμπανικολός (στον οποίο ανήκει η πιο συγκινητική στιγμή του κινηματογραφικού ‘1968’) μας διηγείται τις συναρπαστικές ιστορίες του από το ‘68, αλλά και πολύ πριν από αυτό.

“Έχουν την εντύπωση ότι το μπάσκετ στην Ελλάδα ξεκίνησε το ‘87. Δεν ξεκίνησε το ‘87. Ξέρεις τι παίχτες υπήρχαν εκείνη την εποχή;”, μου λέει ο Νίκος Μπαμπανικολός με μια δίψα στα μάτια του καθώς αρχίζει να μου εξιστορεί διηγήσεις από περασμένες μπασκετικές δεκαετίες. Πριν το ‘87. Πριν ακόμα και το 1968 της ΑΕΚ. “Καταρχάς το ‘49 η Ελλάς πήρε το τρίτο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό, στην Αίγυπτο. Από αυτούς που πήραν αυτό το μετάλλιο, ζούνε τρεις.”

Οι εν λόγω τρεις, παρεμπιπτόντως (Σκυλακάκης, συμπαίκτης του Μπαμπανικολού στον Τρίτωνα, Σπανουδάκης, Μήλας), αναφέρονται όλοι παρακάτω επειδή η ιστορία είναι μια συνεχής ροή, και το κάθε τι δίνει τη θέση του σε κάτι άλλο. Η κουβέντα μας γίνεται με αφορμή το ‘1968’ του Τάσου Μπουλμέτη, την εξιστόρηση της κατάκτηση του Κυπελλούχων από την ΑΕΚ στο Καλλιμάρμαρο (που προβάλλεται ήδη στις αίθουσες), όμως σε ετούτη εδώ την διήγηση το ‘68 είναι απλώς η κατάληξη.

“Εγώ δεν είμαι φανατικός,” μου λέει ο παλαίμαχος, ο οποίος μάλιστα έχει μια αξέχαστη, πολύ συγκινητική στιγμή στη διάρκεια της ταινίας του Μπουλμέτη. “Είμαι ερωτευμένος με την ΑΕΚ, είμαι ΑΕΚ. Mερικοί γεννήθηκαν ΑΕΚ, επειδή ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Εγώ δεν γεννήθηκα ΑΕΚ. Εγώ έγινα ΑΕΚ.” Ξετυλίγοντας το κουβάρι των ιστοριών της πορείας του, δεν φάνηκε μόνο το πώς και το γιατί έγινε ΑΕΚ, ούτε απλώς έπεσε λίγο επιπλέον φως στις μικρές λεπτομέρειες που οδήγησαν στο ‘68.

Αλλά, ακόμα πιο συναρπαστικά, μέσα από μικρές και μεγάλες διηγήσεις, μεταφερθήκαμε σε μια άλλη εποχή, όταν το μπάσκετ ήταν κάτι ριζικά διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα. Όπως και τα πάντα, άλλωστε. Οι συνήθειες, οι ανάγκες, οι πραγματικότητες. Ο Μπαμπανικολός μου μίλησε για πολύ περισσότερα από το ‘πώς ήταν ο τελικός του ‘68 από κοντά’: μου μίλησε για την ζωτική ανάγκη του να ψάχνεις και να συντηρείς δουλειά παράλληλα με το μπάσκετ, για το πώς ξεκίνησε παίζοντας στα τσιμέντα, το πώς αναδείχθηκε στον Τρίτωνα πριν πάει στην ΑΕΚ, το πώς γνώρισε αθλητές από άλλες χώρες πριν το ελληνικό μπάσκετ μπει στα μεγάλα σαλόνια, για το πώς σταμάτησε το ‘64, παντρεύτηκε την γυναίκα του, Ελένη (μαζί με την οποία με υποδέχθηκαν στο σπίτι τους), και το πώς οι υπόλοιποι εκείνης της ομάδας συνέχισαν φτάνοντας ως τη βραδιά του ‘1968’.

“Οι παλαιοί αν ανοίξουνε το στόμα τους θα γκρεμίσουν μύθους,” μου λέει κάποια στιγμή. “Γιατί μέσα στα αποδυτήρια γίνονται πράγματα που τα ξέρουμε μόνο εμείς και κανένας απ’έξω. Αυτά τα πράγματα, όσα ξέρω δεν πρόκειται να τα πω ποτέ σε κανέναν, γιατί τα νέα παιδιά χρειάζονται μύθους. Και δεν πρέπει να τους καταστρέψουμε τους μύθους,” εξηγεί αποφασιστικά.

[Το παρακάτω κείμενο είναι όλο απευθείας διήγηση, εκτός italics.]

*Φωτογραφίες αρχείου από το σάιτ basketspake.com.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΟΙ ΜΠΑΛΕΣ

Εμείς τότε μπορεί να είχαμε 1-2 μπάλες, που από το πολύ παίξιμο λιώνανε τα σπυριά. Τι κάναμε; Στον Τρίτωνα ας πούμε, αλλά ξέρω ότι γινόταν και αλλού. Το γήπεδό μας ήταν γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Τήνου. Παίζαμε λοιπόν με Αμερικάνους που είχαν καλύτερες μπάλες, και πετάγαμε την μπάλα την καλή που παίζαμε, τη δικιά τους, έξω στο δρόμο. Όπου κάποιος δικός μας ήταν εκεί και την έπαιρνε για να μπορούμε να έχουμε μπάλα να παίζουμε.

Καταλαβαίνεις πώς ξεκίνησε το ελληνικό μπάσκετ;

1: ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟ ΠΡΩΙ, ΜΠΑΣΚΕΤ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Ήταν δύσκολο το δουλειά-μπάσκετ, αλλά ήμασταν πολύ γεροί σαν κράσεις.

Εγώ γεννήθηκα στην οδό Αγαθουπόλεως, που είναι δρόμος που ξεκινάει από την Κυψέλη, Φωκίωνος Νέγρη και κατεβαίνει μέχρι κάτω, ράγες τρένου Αθήνα-Πειραιάς, μεταξύ Αχαρνών και Φυλής. Εκεί μαζευόμασταν όλα τα παιδιά, εγώ επήδαγα πάνω στα τσιμέντα. Δεν καταλαβαίναμε. Πολλές φορές χτυπάγαμε εδώ πίσω στο πόδι [σσ. μου δείχνει το πίσω μέρος του πέλματος] αλλά ήμασταν πολύ δυνατοί. Παρότι βγαίναμε από κατοχή, που δε μπορούσες να πεις ότι είχες και να φας εύκολα. Ψάχνανε άνθρωποι λεμονόκουπες να βρούνε να φάνε γιατί είχε πολλά συστατικά. Αυτός ο λαός έχει περάσει πολλά και πιθανόν να περάσει κι άλλα.

Ο έφορος της ΑΕΚ με είχε βάλει στις τούρκικες αερογραμμές, στην Κλαυθμώνος. Λίγο πιο κάτω είχε το κατάστημα με τα Adidas ο Καραμανλής, ο συμπαίκτης μου. Εγώ τελείωσα το μπάσκετ το ‘64, αλλά στις τούρκικες είχα μπει από το ‘58. Δούλευα παράλληλα. Το ‘60 με ρώτησε ο έφορος αν θα πάω στην Ολυμπιάδα και του είπα ότι φοβάμαι για τη δουλειά. Γιατί μας ενδιέφερε τότε πιο πολύ να καταφέρουμε να μείνουμε σε μια δουλειά, παρά τα άλλα. Και έτσι δεν πήγα στην Ολυμπιάδα του ‘60.

2: ΧΕΙΡΑ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

Ο Τρίτωνας έπαιζε σε ένα γηπεδάκι μικρό που το είχανε νοικιάσει από κάποιον Αιγύπτιο. Είχαμε πολλούς αιγυπτιώτες Έλληνες, όπως ο προπονητής μας ο Πόλης Πολυτιμήδης, που είχε έρθει 17 χρονών για να πολεμήσει στον ελληνικό στρατό το ‘40.

Πήγαμε λοιπόν να παίξουμε στην Αίγυπτο γιατί είχαμε επαφές εκεί λόγω του προπονητή μας. Τότε με τον Τρίτωνα βρέθηκαν εκεί κι ο Φαίδων Ματθαίου κι ο Παπαδήμας. Υπάρχουν φωτογραφίες τους στον Τρίτωνα. Μπορεί τότε να παίζαμε ξύλο ποιος θα κερδίσει, αλλά ήμασταν φίλοι. Θέλαμε να πάμε με τον Τρίτωνα στην Αίγυπτο; Παίρναμε τον Ματθαίου και τον Παπαδήμα. Η ΑΕΚ ήθελε κάτι; Έπαιρνε τον Σπανουδάκη. Δηλαδή μπορείς να δεις σε φωτό της εποχής, παίχτες του ενός συλλόγου να φοράνε φανέλες άλλου, για να παίξει σε ένα παιχνίδι και να βοηθήσει. Πήγε ο Τρίτωνας τότε στην Αίγυπτο και κερδίζαμε όλες τις ομάδες με 20-25 πόντους.

3: ΜΙΖΟΥΡΙ

Γιατί δεν προχώρησε το μπάσκετ γρηγορότερα; Εμείς παίζαμε σε ανοιχτά γήπεδα. Άλλοι λόγω καιρού έφτιαξαν κλειστά κι έτσι η Ελλάδα καθυστέρησε να μπει στα μεγάλα σαλόνια, επειδή παίζαμε εκτός. Μέχρι που ρωτάγαμε την ΕΜΥ αν θα έχει βοριά ή νοτιά! Όταν αρχίσαμε να φτιάχνουμε κλειστά γήπεδα, τότε έφτασαν μακριά οι Έλληνες με το ταλέντο τους. Μας λέγανε οι αμερικάνοι της δεκαετίας του ‘50, “εμείς το ανακαλύψαμε, εμείς το φτιάξαμε, για εσάς είναι φτιαγμένο”. [σσ. σπάει η φωνή του από την συγκίνηση]

Το βλέπαν οι αμερικάνοι στα πλοία που ανεβαίναμε και παίζαμε. Αν πας σε ένα μεγάλο αεροπλανοφόρο, από κάτω έχει γήπεδα μπάσκετ. Αυτοί καθώς βρίσκονται εκεί μήνες, πρέπει κάτι να κάνουν. Άλλος διαβάζει, άλλος παίζει μπάσκετ. Όταν έρχονταν τα αμερικάνικα πλοία λοιπόν, ερχόντουσαν και παίζανε σε εμάς, κι εμείς πηγαίναμε και παίζαμε σε εκείνους. Είχαμε μάλιστα έναν έλληνα κι έναν αμερικάνο διαιτητή, οι αμερικάνοι κάνανε τα σήματα που κάνουν οι σημερινοί κι εμείς απορούσαμε τότε τι κάνουν.

Ένα από αυτά που παίζαμε ήταν το Μιζούρι. Σε αυτό το θωρηκτό υπεγράφη η συνθηκολόγηση των γιαπωνέζων στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου. Όταν έρχονταν στο γήπεδό μας και παίζαμε, στην ταράτσα πάνω από τα αποδυτήρια είχε κάτσει η μπάντα του Μιζούρι. Όταν τελείωσε το ματς, ξέρεις τι πάρτυ έγινε; Σουινγκ. Μπούγκι γούγκι. Κόσμος, κοπέλες, αμερικάνοι και έλληνες, χορεύαμε όλοι μαζί. Δεκαετία του ‘50.

4: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ, Ο ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΚΙ Η ΑΕΚ

Εκείνη την εποχή δε μπορούσες να φύγεις από ένα σωματείο για να πας σε άλλο, παρά με τιμωρία, 14 μήνες. Εγώ πήγα λοιπόν στην ΑΕΚ το ‘56 έχοντας αυτή την τιμωρία πάνω μου.

Στον Τρίτωνα ήμασταν τρεις, ταλέντα της ομάδας αλλά και της εθνικής ομάδας εκείνης της εποχής. Κώστας Μουρούζης, Γιώργος Παπαθανασίου κι εγώ. Είχαμε πάει κι είχαμε υπογράψει στον Παναθηναϊκό αρχικά, μας είχε βάλει ο Κώστας επειδή θα του έβρισκαν δουλειά. Πήγαμε το ‘55 στον Παναθηναϊκό, δέχεται να μας δει ο επικεφαλής. Εκείνη την εποχή μόλις είχαν βγει τα χιλιάρικα. Ένας μισθός τότε για να καταλάβεις ήταν 600 δραχμές. Πήρε λοιπόν εκείνος 4-5 δεσμίδες με χιλιάρικα, κάθε μάτσο ήταν 50. Και τι κάναμε εμείς; Του τα κάναμε έτσι τα λεφτά [σσ. μου κάνει την καμπυλωτή κίνηση σπρωξίματος του χεριού που κάνουμε όταν θέλουμε να αδειάσουμε ό,τι υπάρχει πάνω σε ένα γραφείο]. Του λέμε εμείς δε θέλουμε λεφτά, θέλουμε να βάλεις τον Κώστα σε δουλειά.

(“Σα να πει τώρα ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς κι ο Καλάθης να πάνε αλλού για να βρουν στον έναν δουλειά,” μου συμπληρώνει αργότερα χαμογελώντας.)

Λίγο καιρό μετά τον πλησιάζει ο Λαναράς. Οι Λαναράδες ήταν Ολυμπιακοί αλλά και Τριτωνίτες. Και έρχεται σε ένα πάρτυ ο Κώστας και μου λέει να γυρίσουμε πίσω στον Τρίτωνα! Του λέω πώς θα το κάνουμε αυτό, αφού έχουμε υπογράψει. Μου είπε να γυρίσουμε πίσω γιατί ο Λαναράς είπε πως θα τον βάλει στο εργοστάσιο, “αλλά ο Γιώργος δεν δέχεται”. Ο οποίος Γιώργος ήταν ΑΕΚτζής φανατικός αλλά παρόλαυτά για τον φίλο του είχε συμφωνήσει να πάμε στον Παναθηναϊκό. Να τον μεθύσουμε, λέω, να υπογράψει! Υπέγραψε τελοσπάντων κι αυτός και ξαναγυρίζουμε στον Τρίτωνα.

Ξαναγυρίζουμε στον Τρίτωνα, αλλά οι Λαναράδες πού τον βάλανε τον φίλο μας, τον αδερφό μας; Τον βάλανε να δουλέψει μέσα στα βαφεία. Αν έχεις πάει σε βαφεία, ξέρεις, εκτός από τη μυρωδιά δεν βλέπεις καν. Μια κατάσταση τρελή. Τελικά ο Κώστας κατάφερε κι έφυγε και πήγε στην Ιταλία, ήταν από τους πρώτους που πήγαν εξωτερικό. Έπαιξε στην Ιταλία με πολύ μεγάλη επιτυχία. Έτσι λοιπόν αφού έφυγε εκείνος, ο Γιώργος κι εγώ πήγαμε στην ΑΕΚ με 6 μήνες διαφορά.

Εγώ πήγα για 2 λόγους στην ΑΕΚ. Ένας γιατί είχε αποφασίσει να πάει ο αδερφός μου ο Γιώργος Παπαθανασίου, και δεύτερος επειδή παρόλο που σπρώξαμε από το γραφείο τα λεφτά στον άλλον και δεν τα πήραμε, οι οικογένειές μας είχαν παρόλαυτά την ανάγκη των χρημάτων. Εγώ πήγα στο ναυτικό, ο επικεφαλής εκεί ο Τζίμης ο Ματάλας με έβαλε να διδάσκω το μπάσκετ στους δόκιμους του ναυτικού, στη σχολή δοκίμων στον Πειραιά.

5: ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΡΑΒΗΓΜΑ

Ήμουν πολύ καλός στα 800 μέτρα. Οι ώρες του στίβου ήταν μεσημέρι απόγεμα. Ήταν το 2ο μου άθλημα κι αν μπορούσα καμιά φορά το έκανα. Λόγω ψώνιου!

Μόλις είχα πάει στην ΑΕΚ, και παρόλο που ήμουν τιμωρημένος, όταν έγινε αγώνας φιλικός εναντίον της Πολωνίας, πήρα αδεια κι έπαιξα. Κερδίσαμε 51-48 ή κάτι τέτοιο. Αλλά για να δεις τι περίπτωση ήταν εκείνη, τότε δεν είχαμε ξενοδοχεία και τέτοια, φεύγαμε από τα σπίτια μας και πηγαίναμε το απόγευμα να παίξουμε. Μου λέει ένας αξιωματικός λοιπόν εκείνη τη μέρα, Νίκο είναι εδώ ο πρωταθλητής της Αμερικής στο τριπλούν. Πήδαγα τριπλούν τότε. Μου λέει, έλα να σου μάθει καλύτερα τα βήματα του τριπλούν. Του λέω το απόγευμα έχω μπάσκετ, όχι λέει θα έρθεις, ξέρεις πώς είναι ο στρατός, πήγα.

Δε θα είχα κάνει καλό ζέσταμα, παθαίνω τράβηγμα! Κάνω το κορόιδο λοιπόν, γιατί το απόγευμα είχαμε το ματς, μας έχει διδάξει ο προπονητής καινούρια πράγματα πώς θα κερδίσουμε την Πολωνία. Εγώ κι ο Γιάννης ο Σπανουδάκης έπρεπε να τρέχουμε στην απέναντι μεριά, ήταν το σύστημα ένας-τρεις-ένας. Όποτε έκανε φάουλ ο Σπανουδάκης έπαιζα εγώ, διασχίζαμε το γήπεδο. Κι εγώ έπαιζα με το τράβηγμα.

(“Και πώς βγάλατε το παιχνίδι;”, τον ρωτάω. “Ήμασταν σκληροτράχηλοι!”, μου απαντά.)

6: ΜΕ ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟ ΑΡΧΗΓΟ

Πήραμε το πρωτάθλημα το ‘58, έγινε της μουρλής μες στο στάδιο. Σιγά σιγά έχοντας καλούς εφόρους πήραμε παίχτες, κι ο πρώτος που έφερε ο Τερκεσίδης ήταν ο Γιώργος Αμερικάνος. Ο Γιώργος ήταν ταλέντο από τότε, κι έχει σημασία πώς έγινε αρχηγός της ομάδας. Έγινε επειδή ήταν αυτός που έπρεπε να γίνει.

Εκείνη την εποχή είχαμε προπονητή τον Μίσα τον Πανταζόπουλο. Μιχάλης λεγόταν, η μητέρα του ήταν από τη Ρωσία και τον λέγαμε Μίσα. Το ‘52 με είχε πρωτοπάρει στη Μικτή Αθηνών, 18 χρονών τότε, πήγαμε στη Ρόδο και παίξαμε, για πρώτη φορά πήγαινε ελληνική ομάδα στο νησί, νομίζω το ‘46-’47 πήραμε τη Ρόδο. Ήμουν λοιπόν από τους αγαπημένους του.

Στην ΑΕΚ λοιπόν, κάτω από την κερκίδα του Νίκου Γκούμα που ήταν τα αποδυτήριά μας, μπαίνει ο Μίσας και λέει, πρέπει να ορίσουμε αρχηγό. Και κοιτάει εμένα σαν τον παλιό. Εγώ πίστευα σε 1-2 χρόνια έπρεπε να τελειώσω, και πίστευα πως κάποιος άλλος έπρεπε να είναι αρχηγός. Είπα όχι εγώ, να βάλουμε τον Γιώργο. Την ίδια αντίδραση εκείνη την στιγμή έκανε ο Γιώργος ο Μόσχος, έκανε στον Μίσα *δείχνει με το βλέμμα του, σα να λέει “αυτό που σου λέει”*. Κι έτσι ο Γιώργος έγινε ο δοξασμένος αρχηγός της ΑΕΚ.

7: ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Η Ελένη δούλευε στην Σαμπένα την Βέλγικη αεροπορική. Εκεί είχαν βάρδιες μεσημέρι, πρωί, βράδυ. Σε κάποιο από τα βράδια λοιπόν, μιας και παρακολουθούσε μπάσκετ και ήξερε όλους τους παίχτες, αναγνώρισε στις 3-3μιση το βράδυ τον Μόσχο. Ερχόταν από την Αγγλία με την Ολυμπιακή και φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος. Έτρεξε η Ελένη για να του βγάλει τη βαλίτσα, κι ο Γιώργος της λέει, Ελένη πες στο Νίκο σε παρακαλώ πολύ να μην πείτε τίποτα σε κανέναν για αυτό που μου συμβαίνει.

Πήγαινε στην Αγγλία κι έκανε τότε… δεν είχε χημειοθεραπείες, του κάνανε μια θεραπεία για τον καρκίνο με τις λάμπες. Όπως είδες μες στο φιλμ, οι άλλοι δεν το ξέρανε. Εμείς το ξέραμε ένα χρόνο πριν.

8: 1967

Όταν ήρθε η χούντα το ‘67 σε κάθε όμιλο και κάθε σύλλογο έβαλε επικεφαλής έναν αξιωματικό. Σε εμάς όμως αντί για αξιωματικός μπήκε ο Γιώργος ο Χρυσαφίδης, ένας έμπορος που πούλαγε υφάσματα στη Μητρόπολη. Αυτός που έφερε τη Σλάβια στην Ελλάδα. Μεγάλος ΑΕΚτζής. Αυτό έγινε επειδή η Δέσποινα Παπαδοπούλου, η γυναίκα του δικτάτορα, ήταν ΑΕΚ. Ο Χρυσαφίδης μου είπε να αναλάβω το μπάσκετ λόγω προεργασίας μου. Αλλά του είπα όχι, να αναλάβει το μπάσκετ ο Δημοσθένης ο Πασχαλίδης, εγώ θα αναλάβω τον στίβο. Αν ήταν άλλος μπορεί άλλο που δεν ήθελε. Αλλά όχι, ο Δημοσθένης ήταν καλύτερος για αυτή τη δουλειά. Και τελικά ήταν αυτός που έφερε και τον Νίκο το Μήλα στην ΑΕΚ.

Αφού ανέλαβε λοιπόν ο Χρυσαφίδης, ήταν να παίξουμε με τη Σλάβια. Από τη Σλάβια είχαμε χάσει με 30 πόντους πριν 2 χρόνια. Έχοντας την πλάτη… πιθανόν, αυτό δεν το ξέρω… από αυτούς που ήταν επικεφαλής στη χώρα μας εκείνη την εποχή, σηκώθηκε και πήγε στην Τσεχία, όπου τους έκανε την πρόταση να έρθουν εδώ, να πάρουν όλες τις εισπράξεις και να μείνουν μια βδομάδα, τους είχαμε να κάνουν τα μπάνια τους και τα λοιπά. Αυτοί βέβαια πίστευαν ότι θα μας κερδίσουν εύκολα, αλλά πού να φανταστούν ότι θα βρίσκονταν μπροστά σε 80,000 κόσμο.

 

9: 1968

Εγώ εκείνη την ημέρα ήμουν ανάμεσα στον πάγκο, τους σημειωτές και τον αντίπαλο πάγκο από την άλλη. Στα 4 σημεία του γηπέδου υπήρχαν μεγάφωνα, όπου έδιναν εντολές κατά καιρούς ο Μήλας ή ακόμα και ο Πασχαλίδης. Εγώ εκεί έλεγα να δώσουν τη μπάλα στον Τρόντζο γιατί ο Ζίντεκ είχε 3 φάουλ κι έτσι θα μπορούσαμε να του τα κάνουμε 4. Τότε βγαίναν στα 4 οι παίχτες. Όπου και έγινε αυτό. Του δίναν τη μπάλα κι ο Ζίντεκ του έκανε φάουλ.

Δίπλα μου ήταν ο Γιώργος Οικονομίδης, φημισμένος κονφερασιέ επί χρόνια, της εποχής εκείνης. Αυτός ήταν υπέρ της χούντας, κατά καιρούς αντί να με αφήνει να μιλάω εγώ στο μεγάφωνο, το έπαιρνε κι έλεγε τα δικά του, υπέρ της χούντας. Του έλεγα “δώσέ μου το σε παρακαλώ”. Έπρεπε να πω και τις οδηγίες.

Μέσα στο Καλλιμάρμαρο δεν ήταν μόνο ΑΕΚτζήδες, ήταν όλοι οι Έλληνες οι οποίοι με αυτό τον τρόπο και την πιθανή νίκη της ομάδας ήθελαν να αντιδράσουν, να ξεσπάσουν για αυτό που συνέβαινε εκείνη την εποχή. Εκείνη την εποχή δε μας επέτρεπαν να είμαστε πέντε-πέντε, δέκα-δέκα. Εκεί λοιπόν βρεθήκαμε από πολύ νωρίς. Κόσμος ερχόταν με τα τάβλια του, και τα λοιπά. Και καθόντουσαν εκεί για να δουν αυτό τον αγώνα, Όσοι τον βλέπανε γιατί όπως καταλαβαίνεις από τις 80,000 τον αγώνα άντε να τον βλέπανε οι 10. Οι υπόλοιποι τον ακούγανε.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Καθώς ο Νίκος Μπαμπανικολός τελειώνει τις διηγήσεις του κι ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε την κουβέντα μας, τον ρωτάω για τους σύγχρονους συνεχιστές. “Αγαπώ ανθρώπους που όχι μόνο παίζουν καλό μπάσκετ, αλλά που έχουν και καλό χαρακτήρα,” μου λέει. “Από την ΑΕΚ αγαπώ τον Νίκο Ζήση,” εκμυστηρεύεται πριν εκφράσει τον θαυμασμό του για τον Διαμαντίδη, για τον Σπανούλη και για τον Πρίντεζη.

Και κλείνει με αυτό:

“Αυτοί όλοι παίζουν σε 3-4 ομάδες. Ποια ομάδα είναι; Θα σου εξηγήσω κάτι που έχω αισθανθεί σαν παίχτης. Το παιχνίδι είναι πολύ ωραίο το άτιμο. Εμείς που παίζουμε το γουστάρουμε περισσότερο κι από αυτούς που το βλέπουνε. Παίζεις με μια ομάδα και σου λέει τώρα φόρα τη μπλε φανέλα, να παίξεις εναντίον της ομάδας σου. Παίζεις. Την άλλη στιγμή πάλι για το παιχνίδι, σου λένε πάρε την πράσινη. Εσύ παίζεις για το παιχνίδι. Γουστάρεις το παιχνίδι. Αυτά που λένε δε μπόρεσα να παίξω γιατί σκέφτομαι ότι ήμουν πριν εκεί, είναι τρίχες. Επειδή είναι αθλητές γεννημένοι, την ώρα που του βάζεις την πράσινη, παίζει για να κερδίσει την κόκκινη. Του βάζεις την κόκκινη, θέλει να κερδίσει την πράσινη.

Γιατί είναι το παιχνίδι.”

*Το ‘1968’ του Τάσου Μπουλμέτη προβάλλεται στις αίθουσες.