ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Το ρομπότ και το κορίτσι: Ο Μichael Bay ως τα “Transformers”

Ο auteur της φασαριόζικης δράσης στο αμερικάνικου σινεμά της υπερβολής και των εφέ, επιστρέφει με το 4ο "Transformers" κι εμείς κοιτάμε την καριέρα του ως εδώ.

Ας μιλήσουμε για τον Μάικλ Μπέι. Αυτός είναι ο Μάικλ Μπέι:

Όχι όχι. Αυτός είναι ο Μάικλ Μπέι:

Κι αυτό είναι ένα γκιφάκι σκηνοθετημένο από τον Μάικλ Μπέι:

Όλοι γνωρίζουμε ποιος είναι, όλοι γνωρίζουμε τι κάνει, όλοι έχουμε υπόψη μας τη σατιρική εκδοχή της ύπαρξής του και -όπως συμβαίνει πάντα στην κουλτούρα μας σήμερα- αυτό ισοδυναμεί με το να νιώθουμε πως ξέρουμε τα πάντα για ένα δημόσιο πρόσωπο. Γνωρίζει τη meme εκδοχή του, ξέρεις ποιος είναι.

Ο Μάικλ Μπέι είναι ο τύπος που κάνει τις ανεγκέφαλες ταινίες όπου ανατινάζονται πράγματα.

Ναι.

Αλλά όχι μόνο.

Η αλήθεια είναι πως ειδικά στην “Transformers” περίοδο της καριέρας του, είναι δύσκολο αν τον υπερασπιστείς ως κάτι άλλο πέρα από έναν άτεχνο, φασαριόζικο ματάκια που συναρμολογεί ταινίες δίχως έγνοια περί αισθητικής ή οπτικής πληροφορίας. 4 τέτοιες ταινίες είναι πάρα πολλές και αναγκαστικά σε ορίζουν.

Όμως τότε γιατί ανάμεσα σε αυτές, ο Μπέι ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει μια μεταειρωνική σάτιρα της ίδιας της φιλμογραφίας του, με το πολύ αστείο “Pain & Gain”;

Η αλήθεια είναι πως ο Μπέι ήταν ανέκαθεν ένας πάρα πολύ οπτικός σκηνοθέτης με πολύ συγκεκριμένους κώδικες, ένας αληθινός auteur βάσει του ορισμού της έννοιας, που απλά έπαθε αυτό που κι άλλοι, πολύ εξυπνότεροι από αυτόν, έπαθαν κάποτε στην καριέρα τους: Εξελίχθηκαν σε καρικατούρα του εαυτού τους.

Για κάθε έναν Γουές Άντερσον, που εξελίσσεται ταινία με ταινία σε στυλ και θεματική, υπάρχουν ένα σωρό Μπέι, σκηνοθέτες που μοιάζουν να σκηνοθετούν όλο και εμφανέστερα, καρτουνίστικες, εστιασμένες εκδοχές των προηγούμενων φιλμ τους.

Το “Transformers: Age of Extinction” είναι η 4η ταινία της σειράς, και 11η της φιλμογραφίας του Μπέι. Είναι πλέον τόσο συγκεκριμένο αυτό που περιμένει και λαμβάνει κανείς από αυτές τις ταινίες που έχει ίσως περισσότερο νόημα να δεις πώς οδηγηθήκαμε σε αυτές.

***

Αρχικά, είναι εξαιρετικά εύκολο να διακρίνεις τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φιλμ του Άλλου franchise της φιλμογραφίας του Μπέι, τα “Bad Boys”. Σημαδιακές ταινίες, η πρώτη επειδή ήταν η, well, πρώτη του, και η δεύτερη επειδή αποτέλεσε το σημείο καμπής: Δεν ακολούθησε τίποτα παρά φασαρία. (Μάντεψε από τα παραπάνω ποιο είναι από την πρώτη και ποιο από τη δεύτερη ταινία.)

Οι θεματικές του, για αντρικό bromance εντελώς ατακωτά καθορισμένο, τα πομπώδη παναρίσματα, τις μεγαλόστομες ατάκες, την εμφατική δράση, τα μουντοκούλ χρώματα, την τοποθέτηση Ηρώων ως Ήρωες στα κάδρα, ήταν όλα εκεί.

Το “shit just got real” της πρώτης ταινίας ήταν και παραμένει η απόλυτη Μάικλ Μπέι σκηνή. Όλα τα παραπάνω μαζί, σε ένα.

Ωστόσο δες πώς Το Κουλ έχει απαιτήσει τον πλήρη έλεγχο στο σίκουελ.

Νιώθεις πως μετά από κάθε πλάνο θες οι πάντες να σκάσουν στα γέλια. (Εν ολίγοις, βλέπεις ένα πρώιμο, αθέλητο “Pain & Gain”.)

 

Πώς πήγαμε από το πρώτο “Bad Boys” στο δεύτερο και, κυρίως, στα “Transformers”; Η σταδιακή γιγάντωση που μεσολάβησε, εξετζόμενη βήμα προς βήμα, ίσως δώσει μια εξήγηση, μια λογική ακολουθία.

***

Το “The Rock” είναι (και μπορούμε πάντα να διαφωνήσουμε επ’αυτού αλλά ειλικρινά ας μην το κάνουμε) η κορυφαία ταινία του Μάικλ Μπέι, ερχόμενη σε ένα σημείο όπου ακόμα είχε ακέραια την αίσθηση του τι κάνει κουλ έναν χαρακτήρα, τι κάνει εντυπωσιακό ένα πλάνο, τι κάνει συναρπαστική μια σκηνή δράσης, δίχως τίποτα από τα παραπάνω να ξεπερνούν το σύνορο περνώντας στον πομπώδη, αθέλητο αυτοσαρκασμό.

Σίγουρα βοηθάει σε αυτό και το πόσο εύκολα προσαρμόσιμος είναι στο όραμα ενός στα-όρια-της-υπερβολής μπλοκμπαστερά σκηνοθέτη ο Νίκολας Κέιτζ, ένας ηθοποιός που όποτε παίζει μεγάλου μπάτζετ εμπορικό σινεμά μοιάζει έτσι κι αλλιώς μια ζωή να ερμηνεύει χαρακτήρες σα να ήταν καρικατούρες από μετέπειτα ταινία του Μάικλ Μπέι. Απορώ γιατί δούλεψαν μαζί μόνο μία φορά.

Ακόμα και το Signature Bay πλάνο-ταυτότητα του ήρωα, με τον Κέιτζ το έκανε τέλειο. Δε μπορώ να το περιγράψω αλλιώς, αυτό το φρύδι ταιριάζει τέλεια με αυτή την κίνηση της κάμερας. Δεν ξέρω.

Και φυσικά οι πομπώδεις εκδηλώσεις πλοκής-ως-δήλωση σπάνια παίχτηκαν καλύτερα από ό,τι από τον παραστρατημένο Εντ Χάρις. Ειδικά όταν η κάμερα ζουμάρει στο πρόσωπό του μέσα σε άλλη οθόνη κι εκείνος απαγγέλει με στόμφο απειλές.

***

Το στυλ του Μπέι βρήκε μια πρώιμη ανεξέλεγκτη έκφραση στο κατά τα άλλα απείρως διασκεδαστικό high trash ματσορομάντζο “Armageddon”, μια από τις απολαυστικότερες περιπέτειες των ’90s, αλλά ταυτόχρονα μια ευκαιρία για τον σκηνοθέτη να γιγαντώσει κάθε οπτική του εμμονή καθώς οι ‘ιστορίες’ του αγγίζουν για πρώτη φορά παγκόσμιο scale.

Κοντινά πλάνα με πομπώδεις δραματικές εκφράσεις περήφανων ηρώων που δακρύζουν για εαυτό και πατρίδα, συχνά υπό τους ήχους κάποιου εμψυχωτικού λόγου:

Αναπολογητικά americana εικονογραφία, με φωτογενείς all-american νέους με τετράγωνα πηγούνια και γυναίκες που μοιάζουν να βγήκαν από φωτογράφιση της Λάνα ντελ Ρέι, να ερωτεύονται μπροστά από σκηνικά πινάκων.

Πομπώδες ποζάρισμα:

Και φυσικά, εκπληκτικές εικόνες καταστροφής, όπου με το “Armageddon” ο Μπέι πήρε την πρώτη γεύση του ναρκωτικού που θα τον κατέστρεφε:

***

Το “Pearl Harbor” είναι περίεργη περίπτωση, ένα φιλμ που στέκει αμήχανα ανάμεσα στην πανωλεθρία και τον θρίαμβο (ναι, ναι, καλλιτεχνικά μιλώντας), μια πανηγυρική αποτυχία εδραίωσης έστω βασικού επιπέδου χαρακτήρα να έρχεται σε αντιδιαστολή με μια αποστομωτική επίδειξη ικανοτήτων του Μπέι στην ενορχήστρωση του χώρου ως πλήρους πεδίου δράσης. Είναι ο πόλεμος ως καρικατουρίστικος πίνακας, η Στιγμή ως υπερβολή, το κενό ως εντυπωσιασμός. Αλλά τι εντυπωσιασμός.

Ο βομβαρδισμός είναι μια πράξη του φιλμ που θα πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις all-time σπουδαίες στιγμές του σινεμά δράσης.

Μέσα σε όλα αυτά η απόπειρα ανάπτυξης αληθινού bromance είναι σχεδόν αστεία, αλλά συγκεντρώνει όλα τα Μπεϊκά παρα-στοιχεία. Δόξα, τιμή, οικογένεια,

πατρίδα σε πομπώδη πλάνα επάνω σε στυφά ηρωικά πρόσωπα,

all-american έρωτες-καρτποστάλ,

τετράγωνων american lads με κορίτσια-λαναντελρέι.

Νιώθω λες και ο Μπέι μετά από τον αυστηρό διχασμό του “Pearl Harbor” (ως προς τι λειτουργούσε απόλυτα και τι απολύτως καθόλου), επιχείρησε να κάνει μια κανονική ταινία έπειτα, απέτυχε παταγωδώς, και το αποτέλεσμα ήταν, σαν από πείσμα; σαν από ένστικτο; σαν από αντίδραση; να αφιερωθεί μετέπειτα στο να γυρίζει τις εκρήξεις του “Pearl Harbor” ξανά και ξανά, όλο και πιο Μεγάλα, όλο και πιο Φασαριόζικα, όλο και πιο Ασήμαντα.

Μετά, ήρθε το κύμα.

Να λοιπόν το κρίσιμο σημείο. Το “The Island” που ακολούθησε, έκρυβε μια πιθανή διάθεση από τον Μπέι να γυρίσει μια ταινία με Σημαντικά Πράγματα Να Πει όμως κατέληξε ως η μεγαλύτερη (η μοναδική αληθινή, μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς) αποτυχία της καριέρας του. Κανείς δε την είδε και σε κανέναν δεν άρεσε.

Το κορίτσι ήταν εκεί, πάντοτε πλαστό,

τα πομπώδη πρόσωπα στις άκρες των παστέλ κάδρων(*) εκεί,

και η δράση επίσης. Όμως, και τι ειρωνεία αυτή, το φιλμ ανέδυε μια αύρα πλαστότητας που ακόμα και το πιο άψυχο κατασκεύασμα του Μπέι ποτέ δεν είχε.

(*Τι μοναδικό ταλέντο κι αυτό, να κάνεις τα πιο ζεστά χρώματα της φιλμικής παλέτας να μοιάζουν ψυχρά και νεκρά. Μάικλ Μπέι, τι είδους μάγος είσαι;)

Και μετά,

***

Το αγόρι στο επικό πλάνο του.

Το κορίτσι στο δικό του.

O σύγχρονος all-american έρωτάς τους.

Και η δράση, τα εφέ, η φασαρία- ως περιεχόμενο.

υπήρξε ωστόσο κι αυτό.

Στο “Pain & Gain” ο Μπέι επιχείρησε και κατάφερε κάτι που φάνταζε αδιανόητο: Να ολοκληρώσει μια καρτουνίστικης υπερβολής απεικόνιση του οράματός του, της ματσό μανίας που (τον) καθόρισε στο ξεκίνημα της καριέρας του με το “Bad Boys”. Αφηγούμενος μια αληθινή ιστορία, μιας κομπίνας-σύμβολο του αμερικάνικου ονείρου για δύναμη, χρήμα και γυναίκες που φυσικά πάει στραβά επειδή οι εμπλεκόμενοι είναι απλά υπερβολικά ανόητοι, ο Μάικλ Μπέι καταφέρνει να κοιτάξει τον εαυτό του και να γελάσει.

Ουσιαστικά το φιλμ είναι μια μικρογραφία όσων των έφεραν ως εδώ, αλλά ιδωμένα μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό. Η Αμερική και το stronger, bigger = better.

Τα πομπώδη πλάνα καταλήγουν σε γκαγκς αποτυχίας,

τα κοντινά καδραρίσματα των Ηρώων που κάνουν ή λένε κάτι Πολύ Ηρωικό είναι ξεκάθαρες γελοιογραφίες,

το ομαδικό ποζάρισμα είναι σαν αυτο-τρολάρισμα που έκανε μια παρέα για να κοροϊδέψει το “Armageddon”,

ακόμα και Το Κορίτσι είναι αλλιώτικο αυτή τη φορά.

Τι είναι στα αλήθεια ο Μάικλ Μπέι, πίσω από τα “Transformers” και κάπου μπροστά από το “Pain & Gain”; Καλή ερώτηση.

Πάντως το “Bad Boys 3” δε θα αργήσει.