ΘΕΑΤΡΟ

Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος θέλει να κοουτσάρει για λίγο την ηθική σου

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη του 'Red Speedo' λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης στο ίδρυμα 'Μιχάλης Κακογιάννης'.

Εύκολα τον περνάς για προπονητή: μιλάει με την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που έχει συνηθίσει να δίνει οδηγίες ξέροντας ότι οι αποδέκτες τους θα τις ακολουθήσουν χωρίς πολλά – πολλά. Είναι νευρώδης κι ευθυτενής, το background της συστηματικής άσκησης είναι ευδιάκριτο στο σώμα του. Επιπλέον, εμφανίζεται στο ραντεβού μας με ένα πράσινο αθλητικό μπουφάν. Και το ραντεβού έγινε Κυριακή, την πιο κλασική ‘αγωνιστική’ μέρα. Εκείνος τη διάλεξε.

Στην πορεία της συζήτησης, ο Βασίλης Μυριανθόπουλος θα παραδεχτεί ότι η δουλειά του μοιάζει σε αρκετά σημεία με τη δουλειά του προπονητή. Ο σκηνοθέτης ηγείται της ομάδας του, την οδηγεί σε έναν στόχο. Αν η ομάδα πετύχει, θα καρπωθεί ένα μερίδιο της επιτυχίας. Αν αποτύχει, η αποτυχία θα είναι όλη δική του. Πολύ συχνά, όπως συμβαίνει και με τους προπονητές, οι σκηνοθέτες είναι ηθοποιοί που δεν διέπρεψαν στην υποκριτική. Μια από τις πρώτες στέρεες εμπειρικές γνώσεις που αποκτούν οι προπονητές και οι σκηνοθέτες είναι η βεβαιότητα ότι πριν γευτείς στην επιτυχία θα σπάσεις τα μούτρα σου. Δεν γίνεται αλλιώς – για να φτάσεις στο χρυσό πρέπει να φας πολύ μαύρο.

Αυτές τις μέρες ο Βασίλης Μυριανθόπουλος υποδύεται έναν προπονητή. Είναι ένας από τους τέσσερις χαρακτήρες του ‘Red Speedo’, του δραματικού έργου του Lucas Hnath που εντόπισε, μετέφρασε και σκηνοθέτησε και που από την Πέμπτη 19/04 παρουσιάζεται στην ειδικά διαμορφωμένη σκηνή του Ιδρύματος ‘Μιχάλης Κακογιάννης’. Οι δύο αυτές προτάσεις ενέχουν δύο υπερβάσεις για εκείνον: πολύ σπάνια επιλέγει να βγει στη σκηνή ως ηθοποιός. Και ακόμα σπανιότερα εγκαταλείπει την κωμωδία, τον χώρο στον οποίο διαπρέπει εδώ και δεκαετίες, για κάτι δραματικό. Φέτος το έκανε βουτώντας στα βαθιά νερά μιας πισίνας Ολυμπιακών διαστάσεων.

Κάποιοι μελετούν όλη τους τη ζωή το Δράμα και τα ‘μεγάλα’ κείμενα. Το δικό μου στάνταρντ είναι η κωμωδία. Αυτό αγαπώ, αυτό κάνω καλά, αυτό είναι το πεδίο στο οποίο εκπέμπω περισσότερη ενέργεια. Όταν, όμως, μου παρουσιαστεί μια έκπληξη, ένα δυνατό έργο, δεν μπορώ να το αφήσω να με προσπεράσει.

Το ‘Red Speedo’, λοιπόν, είναι μόλις το τρίτο δραματικό έργο με το οποίο καταπιάνομαι (σ.σ. τα άλλα δύο είναι ο ‘Ταλαντούχος κος Ρίπλεϊ’ και η ‘Τύχη του Οινοποιού’). Κατά κάποιον τρόπο, εκείνο με υποχρέωσε να το ανεβάσω. Από την πρώτη στιγμή που το διάβασα και βρέθηκα αντιμέτωπος με τον εντελώς σύγχρονο λόγο του, ήξερα ότι έχει έναν βαθμό δυσκολίας με τον οποίο ήθελα να αναμετρηθώ.

Άφησα τον τίτλο αμετάφραστο γιατί νομίζω ότι στα ελληνικά χάνει τη δύναμη και τη μαυρίλα του. Το ‘Κόκκινο Μαγιό’ παραπέμπει σε κάτι ποιητικό ή σε κάτι πιο ‘βρώμικο’. Το ‘Red Speedo’ είναι ξεκάθαρο.

Γενικά είμαι αντίθετος στη χρήση αγγλικών όταν ανεβάζεις κάτι στην Ελλάδα, αλλά κάποια πράγματα δεν μεταφράζονται. Σκεφτείτε το ‘The Importance of Being Earnest’: κάποτε το μεταφράσαμε ‘Ο Σοβαρός Κύριος Ερνέστος’.

Η θεμελιώδης δυσκολία στη μετάφραση του συγκεκριμένου έργου, ήταν ο ελλειπτικός του λόγος. Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας στο πρωτότυπο μιλάει με ‘yeah’ και ‘Ok’. Έπρεπε να ψάξεις τι ακριβώς εννοεί κάθε φορά για να βάλεις τη σωστή συλλαβή, όχι τη σωστή λέξη. Πρακτικά, αυτός ο τύπος μιλάει με συλλαβές.

Επίσης, οι Αμερικανοί μπορεί να χρειάζονται μία λέξη για να περιγράψουν κάτι κι εμείς τρεις. Το ‘dude’, για παράδειγμα, δεν μεταφράζεται. Είναι ‘ρε’, ‘ρε φίλε’, πολιτογραφείται διαφορετικά. Ως μεταφραστής έπρεπε, να πάω στην πρόθεσή του λόγου και όχι στο γράμμα.

Νομίζω ότι τελικά έκανα μια πιστή μετάφραση που παρεκκλίνει μόνο όταν πρέπει να έρθει πιο κοντά σε μας. 

Η ιστορία του ‘Red Speedo’ εκτυλίσσεται τις παραμονές των προκριματικών αγώνων για την κατάρτιση της Ολυμπιακής ομάδας των ΗΠΑ. Είναι η ιστορία του Ρέι, ενός κολυμβητή που κάνει πρωταθλητισμό αλλά χρωστάει τις επιδόσεις τους στα αναβολικά. Ταυτόχρονα, είναι η ιστορία του προπονητή του Ρέι, του αδερφού του και της πρώην κοπέλας του.

Το έργο του Lucas Hnath, όμως, δεν είναι μόνο αυτό (κανένα θεατρικό κείμενο, άλλωστε, δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία). Το αθλητικό περιβάλλον και η κεντρική θεματική του ντόπινγκ γίνονται αφορμή για έναν σοβαρό προβληματισμό για την ηθική, για το κέντρο βάρους της και πώς αυτό μετατοπίζεται ανάλογα με το φορτίο και τη σαβούρα κάθε εποχής και, κυρίως, για το κόστος της.

Η βάση του έργου είναι η ιστορία ενός κολυμβητή που επιλέγει να ντοπαριστεί για να κερδίσει διακρίσεις. Αυτό είναι το σχήμα της ιστορίας και είναι αθλητικό. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για ένα σχόλιο για την ηθική, που στις μέρες μας είναι κάτι διαπραγματεύσιμο και εποχικό. Αλλάζει με το παραμικρό ή κατά το δοκούν.

Στο έργο και οι τέσσερις πρωταγωνιστές έχουν δίκιο. Με όποιον κι αν ταυτιστείς, θα νιώσεις δικαιωμένος. Απέναντι, όμως, θα βρεις τρεις διαφορετικές – εξίσου δίκαιες – εκδοχές της ιστορίας και της αλήθειας.

Είναι απίστευτο το πόσα πράγματα μπορούμε να δεχτούμε ως ‘κανονικά’ υπό συγκεκριμένες συνθήκες

Ο αθλητής που κάνει χρήση αναβολικών πχ, δέχεται το ντόπινγκ σαν μια κανονική κατάσταση. Αυτή είναι η νόρμα του, η καθημερινότητά του. Αν είσαι έξω απ’ το δικό του οικοσύστημα, αυτό που φαίνεται αδιανόητο είναι τα αναβολικά.

Εννοείται ότι υπάρχει πάντα και η εσωτερική σύγκρουση. Για όσους φτάνουν σε τέτοιες επιλογές δεν υπάρχει ξεκάθαρη νίκη.

Δεν υπάρχει, δηλαδή, η ‘νίκη με κάθε κόστος’. Όσο σημαντικό και αν είναι αυτό που έχεις κατακτήσει, την επόμενη μέρα πρέπει να πεις κάτι πειστικό στον εαυτό σου. Πρέπει να βρεις τρόπο να αντιμετωπίσεις τους ανθρώπους που έχεις χειραγωγήσει για να φτάσεις στην κατάκτηση.

Ο αθλητισμός δεν λέει ψέματα. Είναι ένας χώρος με στάνταρντ και κανόνες. Τις περισσότερες φορές θα νικήσει ο πιο γρήγορος, ο πιο δυνατός, ο καλύτερος. Το ίδιο ισχύει και στη μουσική και στην επιστήμη. Είναι πεδία στα οποία αν δεν πληροίς τις προϋποθέσεις δεν μπορείς να προχωρήσεις.

Στον αθλητισμό, όμως, η αλήθεια είναι σκληρή. Όσο κι αν δουλέψεις, όσο κι αν προπονηθείς, θα έρθει η στιγμή που θα αγγίξεις το ταβάνι σου. Και θα το αναγνωρίσεις. Όπως λέει κάποια στιγμή ο Ρέι, ο πρωταγωνιστής του έργου, “Κατάλαβα ότι έχω χαμηλό ταβάνι κι έπρεπε κάπως να βοηθήσω τον εαυτό μου”.

Κάπου εκεί μπαίνουν τα αναβολικά. Όταν μετά την προσπάθεια, τις θυσίες και την αυταπάρνηση, ο αθλητής διαπιστώνει ότι η φύση έχει κάνει μια αδικία σε βάρος του. Εκεί πλέον δεν είμαι σίγουρος ότι η απάντηση που του αξίζει είναι το “Όχι, δεν έπρεπε να το κάνεις”. Σ’ αυτό το σημείο διαβρώνεται η ηθική μου.

Ο αθλητής πάντα πληρώνει το κόστος του ντόπινγκ. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν παρενέργειες, είναι μια συνθήκη που επιτείνει τη μοναχικότητά του. Δεν μπορεί να τη μοιραστεί με κανέναν, γιατί κανείς δεν θα τον δικαιώσει για την επιλογή του. Ακόμα και η νίκη, αν έρθει στο τέλος, μοιάζει πολύ με ήττα απέναντι στον εαυτό του.

Η δική μου προσωπική ντόπα είναι η επιδίωξη της τελειόητας, της ολοκλήρωσης. Με ιντριγκάρει κάθε φορά η προοπτική του να φτάσω στο ταβάνι. Το δικό μου, του έργου, της ομάδας.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που είδα το ‘Cats’ στο Λονδίνο, παρότι έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια. Στο διάλειμμα έτρεμα. Με είχε συνεπάρει η ένταση και η προσπάθεια των χορευτών. Ήθελα οπωσδήποτε ένα τσιγάρο – τότε κάπνιζαν ακόμα στα θέατρα. Τη στιγμή που το έβαλα στο στόμα μου, σκέφτηκα ότι αν το ανάψω δεν θα γίνω ποτέ σαν εκείνους, σαν τους χορευτές του ‘Cats’. Ήξερα ότι ως χορευτής δεν θα μπορούσα να φτάσω στο επίπεδο που ήθελα αν συνέχιζα να καπνίζω. Τελικά το άναψα το τσιγάρο. Συνειδητά. Ήταν η επιλογή μου απέναντι σε κάτι που θέλει απόλυτη αφοσίωση και αυταπάρνηση. Στο χορό, όπως και σε άλλα πεδία της Τέχνης και σίγουρα όπως στον αθλητισμό, αν δεν δοθείς 100% δεν γίνεται να προχωρήσεις. Είναι όλα ή τίποτα. 

Το 1998 η φούσκα της νεοελληνικής ευωχίας είχε φτάσει στο απόλυτο stretch. O χαριτωμένος της όγκος είχε γεμίσει ασφυκτικά τα πάντα. Οι νύχτες έκρυβαν με τα εκμαυλιστικά τους πέπλα τα παγόβουνα κι εμείς τις ζούσαμε πίνοντας τζιν τόνικ στο κατάστρωμα, με την ορχήστρα να παίζει χαρωπά εμβατήρια.

Το αθηναϊκό θέατρο ζούσε τη δική του ρωμαϊκή άνοιξη. Τα ’90s ήταν έτσι κι αλλιώς μια ευφορική περίοδος για τις σκηνές της πρωτεύουσας. Αριθμητικά ήταν όντως όσες περίπου και οι σκηνές του Λονδίνου (οι παραστάσεις τους μπορεί να ήταν και περισσότερες από τις Λονδρέζικες) και πολλά νέα έργα ανέβαιναν στην Αθήνα λίγους μόλις μήνες μετά τις πρεμιέρες τους στο Γουέστ Εντ ή στο Μπρόντγουεϊ. Το 1998 ήταν μια κομβική χρονιά για τον Βασίλη Μυριανθόπουλο. Τότε παρουσίασε για πρώτη φορά το ‘Μόλις Χώρισα’, μια κωμωδία που σήμερα μπορείς να τη χαρακτηρίσεις ‘σημείο αναφοράς’ και να ξεμπερδεύεις, αλλά αν την είδες στην εποχή της, ξέρεις ότι δεν θα την ξεφορτωθείς τόσο εύκολα. Αλήθεια τώρα, αν μπορείς να θυμηθείς τον εαυτό σου ακριβώς τη στιγμή που έβγαινες από το ‘Μόλις Χώρισα’, είσαι τυχερός. Αυτή η ανάμνηση είναι πιθανότατα μια από τις καλύτερες εκδοχές του εαυτού σου. Ήταν ένας εαυτός που είχε γελάσει – είχε σκάσει στα γέλια – είχε κανιβαλίσει και είχε κανιβαλιστεί χωρίς ούτε μισή τύψη. Εκείνη η παράσταση του είχε χαρίσει μια σοκαριστικά καθαρή κι εκστατικά ανόθευτη ψυχαγωγική εμπειρία. Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν αντέχει πολλές τέτοιες. Όχι χωρίς παρενέργειες. Ο Βασίλης Μυριανθόπουλος το γνωρίζει. Το καλοκαίρι που έρχεται θα ξανανεβάσει το ‘Μόλις Χώρισα’ με αφορμή τη σημαντική επέτειο, αλλά ξέρει ότι από εκείνη την πρώτη παράσταση έχουν μεσολαβήσει 20 χρόνια και μια συμπυκνωμένη αιωνιότητα.

Το 1998 ήταν μια πολύ συγκεκριμένη εποχή. Είχαμε μπροστά μας την αισιοδοξία του Millennium και είχαμε αποτυπωμένη στο δέρμα μας τη γνώση των ’80s και τη φθορά των ’90s. Ζούσαμε το πάρτι και υπήρχε η αίσθηση ότι θα το ζήσουμε και σε άλλο επίπεδο.

Τελικά ακυρωθήκαμε. Αυτό βιώνουμε σήμερα, τη μεγάλη ακύρωση. Των πεποιθήσεων, των βεβαιοτήτων, ακόμα και των σχέσεων. Εκλογικεύουμε τα πάντα και μπορούμε να βρούμε δικαιολογίες και άφεση αμαρτιών για ό,τι κι αν μας συμβαίνει.

Υπό αυτό το πρίσμα, το ‘Μόλις Χώρισα’ του 1998 ήταν ένα ρομαντικό έργο, πατάει στην αγάπη που πάει να χαθεί. Οι ήρωές του στήνουν μια γιορτή πάνω στη μνήμα της, αλλά εκείνη συνεχίζει να ζει από κάτω τους.

Ξέρεις τι άλλο μας άρεσε τότε στο ‘Μόλις Χώρισα’; Δεν είχε πολιτική ορθότητα.

Σήμερα έχουμε λέξεις για όλα. Κάποτε λέγαμε ‘αυτός είναι περίεργός’. Σήμερα αυτός δεν είναι περίεργος, είναι οριακός, ή διπολικός ή κάτι ακόμα πιο κλινικό

Ήταν μια εποχή που ξοδεύαμε την ενέργειά μας χωρίς να το σκεφτόμαστε. Τώρα υπολογίζουμε περισσότερο τα πάντα.

Οπότε, η φετινή παράσταση θα ξαναστηθεί από την αρχή – αναγκαστικά – για να μπορέσει να σταθεί στο σήμερα.

Τότε, για παράδειγμα, υπήρχαν τα μοντέλα. Μας άρεσε να τα σχολιάζουμε και να κουτσομπολεύουμε. Κι εμένα μου άρεσε. Είχε κάτι αγαπησιάρικο αυτή η κακομεταχείριση της ομορφιάς. Τώρα τη θέση τους έχουν πάρει τα παιδιά των ριάλιτι – πλήξη.

Υπήρχε και το trash, σαφώς, αλλά ήταν κάτι οριοθετημένο και αναγνωρίσιμο. Τώρα δεν ξέρεις τι ακριβώς γίνεται, έχουμε κάνει normalise τα ψεύτικα νύχια, τα ψεύτικα μαλλιά, τα τατού. Το trash είναι η νόρμα. Σήμερα ο ‘διαφορετικός’ μοιάζει να είναι ο ρομαντικός.

Δεν το θεωρώ κακό απαραίτητα. Στο παρελθόν έχει υπάρξει μια σπουδαία εποχή στην οποία ο ρομαντισμός ήταν εκκεντρικότητα. Ίσως την ξαναζήσουμε.

INFO

To ‘Red Speedo’ του Lucas Hnath κάνει πρεμιέρα στην ειδικά διαμορφωμένη σκηνή του ιδρύματος ‘Μιχάλης Κακογιάννης’ την Πέμπτη, 19/04. Τη μετάφραση του έργου και τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει ο Βασίλης Μυριανθόπουλος, ο οποίος και πρωταγωνιστεί δίπλα στους Δημήτρη Λιακόπουλο, Ανδρέα Βούλγαρη και Βαρβάρα Λάρμου.

Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του PopCode.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

Η Νεφέλη Κουρή έγινε ηθοποιός για την παρέα
Ο Γιώργος Κιμούλης δεν παίζει ποτέ κανέναν ρόλο
Η Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους αναπολεί ακόμη τα ‘Φτηνά Τσιγάρα’
Ο ρατσισμός που δεν έζησε η Ταμίλα Κουλίεβα
Ο Μάκης Παπαδημητρίου πείθει (και) για χαζός