ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο τελευταίος παίκτης στο τραπέζι: Αποδομώντας τον Αμπράμοβιτς

Η σκοτεινή ιστορία του ορφανού από τη Ρωσία που έφτασε να γίνει ο πατέρας μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας δισεκατομμυρίων.

Το να σκιαγραφήσει κανείς το προφίλ του Abramovich είναι μια αποστολή εξαιρετικά λεπτή: από τη μια πρόκειται για την πλέον αναγνωρίσιμη και γνωστή φιγούρα ιδιοκτήτη ποδοσφαιρικής ομάδας παγκοσμίως, από την άλλη όμως, μιλάμε για μια προσωπικότητα άγνωστη, έναν χαρακτήρα που δεν έχει κατορθώσει να αποκρυπτογραφήσει κανείς. Ο κόσμος γνωρίζει τη μάρκα και το μέγεθος της θαλαμηγού του, θα αναγνώριζε το πρόσωπό του ανάμεσα σε χιλιάδες φωτογραφίες, αλλά δεν έχει ιδέα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του.

Εάν ρωτήσει κανείς οποιονδήποτε τι πραγματεύεται μια επιχείρησή του πλην Chelsea, θα αποκομίσει βλέμματα απορίας, γενικολογίες και μάλλον σκωπτικά χαμόγελα γεμάτα νόημα και αστικούς μύθους. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, τις προβληματικές σχέσεις του μετόχου της Arsenal του Usmanov, με το Ρώσο Πρωθυπουργό Medvedev. Για τα 600 εκατομμύρια δολάρια που έχασε ο ιδιοκτήτης της Monaco, ο Rybolovlev, με την υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου, επίσης διαβάσαμε αναλυτικά στον διεθνή Τύπο. Για τον Abramovich πέρα από γενικόλογα ρεπορτάζ που αναφέρουν ότι είναι δίπλα στον Vladimir Putin και κουτσομπολιά για την κοσμική ζωή της πρώην γυναίκας του ή της πρώην συζύγου του, δεν έχουμε ιδέα.

Ο ελληνικός Τύπος είναι εμμονικός με τον (προκλητικό) πλούτο του, σχεδόν όλα τα ‘ρεπορτάζ’ ή οι ‘ειδήσεις’ σε αμφιβόλου αξιοπιστίας ιστοσελίδες, αναφέρονται σε παντελώς ακίνδυνες ειδήσεις: ο Abramovich ξόδεψε 25 χιλιάδες δολάρια σε ένα εστιατόριο, ο Abramovich έπαιξε έχασε μια θαλαμηγό στο πόκερ, ο Abramovich έκανε δώρο ένα μουσείο αξίας 250 εκατομμυρίων ευρώ στη μνηστή του, o Abramovich έκανε κρουαζιέρα στο Ιόνιο, ο Abramovich χώρισε για Τρίτη φορά και ούτω καθεξής. Εντάξει, είναι τόσο πλούσιος που έχει τη δυνατότητα να διαφυλάττει τα προσωπικά δεδομένα της ιδιωτικής του ζωής, αλλά είναι διαφορετικό πράγμα η ιδιωτικότητα και εντελώς ξεχωριστή υπόθεση το παρελθόν του ή η διαδρομή και η ανέλιξή του. Εν αντιθέσει με πολλούς μεγιστάνες της εμβέλειάς του, ο Ρώσος δεν έχει το παραμικρό στοιχείο, δεν υπάρχει καν φωτογραφία που να βεβαιώνει έστω την επαγγελματική / επιχειρηματική ύπαρξή του πριν το 1999, σε βαθμό που ένας σύμβουλός του όταν εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, εισηγήθηκε να δημιουργηθεί κάτι σαν book (στα πρότυπα των top models), ένα ‘θεσμικό’ βιβλίο με καθησυχαστικές φωτογραφίες για να αντιμετωπιστεί ο Τύπος και οι περίεργοι. Δεν θα βρείτε άλλες φωτογραφίες της ‘προηγούμενης ζωής του’ εκτός από αυτές που ενέκρινε ο ίδιος να δημοσιευθούν.

(H πελώρια -κυριολεκτικά- θαλαμηγός του, αγκυροβολημένη σε ελληνικά ύδατα)

Ο Abramovich δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν μιλάει ποτέ και ο μόνος τρόπος να διαμορφώσει κανείς άποψη για το ποιόν του, είναι μέσω τρίτων, από ανθρώπους που τον γνώρισαν και αναπόφευκτα καταθέτουν προσωπικές απόψεις και τοποθετούνται πάντοτε ‘προσεκτικά’. Πολύ απλά γιατί εάν ειπωθεί κάτι παραπάνω από τα ειωθότα, ελλοχεύει ο κίνδυνος της εξαφάνισης από το περιβάλλον του ή και εξαφάνισης γενικώς. Ο ίδιος σε εκείνες τις κλασικές δηλώσεις στο πόδι, συνήθως έξω από το Stamford Bridge, είναι πάρα πολύ καχύποπτος απέναντι στον Τύπο, η εικόνα του παραπέμπει σε έναν άνθρωπο που δεν εμπιστεύεται κανέναν, ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως θα απαντήσει με ένα υφέρπον χαμόγελο ότι “το ξέρετε ότι δεν κάνω δηλώσεις στον Τύπο, δεν μ’ αρέσει να τοποθετούμαι δημοσίως διότι γίνομαι εξαιρετικά νευρικός, είναι κάτι εντελώς ξένο με εμένα, ξεχνώ τι θέλω να πω και χάνω τον ειρμό των σκέψεων μου”.

Το ίδιο απαιτεί και από τους στενούς του συνεργάτες, να μην εκτίθενται ποτέ. Κάποτε στη γαλλική Le Monde είχε πει φευγαλέα και με νόημα ότι οι δημόσιες σχέσεις είναι κάτι πολύ σύνθετο και μοιάζουν με τα βιβλία που τοποθέτησε στη βιβλιοθήκη του στη θερινή κατοικία – φρούριο στη Μόσχα: ντυμένα εξώφυλλα με λευκές σελίδες. Ακριβό περιτύλιγμα και μηδέν περιεχόμενο.

Κι όταν η δημοσιογράφος τον πίεσε για κάτι περισσότερο, κάτι να ‘πουλήσει’, τη ρώτησε σιβυλλικά εάν γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ ενός αρουραίου και ενός χάμστερ

Η Γαλλίδα έμεινε εμβρόντητη, ο Roman χαμογέλασε, φόρεσε τα σκούρα γυαλιά του και αποχώρησε. Επισήμως και εκτός αιθούσης δικαστηρίου, ο Ρώσος έχει μιλήσει – αναγκαστικά – δύο φορές. Και τις δύο στο BBC. Στην πρώτη απ’ αυτές, την ‘υποχρεωτική’ επειδή είχε μόλις αγοράσει την Chelsea τον Ιούλιο του 2003, είπε ότι δεν ασχολήθηκε με τους blues για τα χρήματα, άλλωστε υπάρχουν πολλοί και λιγότερο επικίνδυνοι τρόποι να βγάλει κανείς χρήματα. Το έκανε για το fun, επειδή είναι ωραίο να έχει κανείς μια μεγάλη ομάδα, να παθιάζεται γι’ αυτήν και να κατακτά τίτλους. Αυτό είπε ότι ήταν το κίνητρό του κι ας ακουγόταν ελάχιστα πιστευτό.

Όταν μόλις στα 37 του χρόνια ολοκλήρωσε την εξαγορά των μετοχών της Chelsea τον Ιούνιο του 2003, στην Premiership υπήρχαν μόλις δύο ομάδες με μη βρετανικά ιδιοκτησιακά καθεστώτα: η Fulham του Αιγύπτιου (και πασίγνωστου λόγω του τροχαίου δυστυχήματος του γιου του και της Lady D. στο Παρίσι) ιδιοκτήτη των Harrods, Mohamed Al-Fayed και η Portsmouth του κυνικού Κροάτη επιχειρηματία Milan Mandaric. Η είσοδος του Abramovich αποτέλεσε ορόσημο σε αυτό που αποκαλούμε ‘παγκοσμιοποίηση του αγγλικού πρωταθλήματος’, σηματοδότησε μια νέα εποχή που κάλλιστα μπορεί να διαχωριστεί στο πριν και το μετά την άφιξή του στον πλανήτη του βρετανικού sports business. Η άμεση επιτυχία του Abramovich έδωσε το έναυσμα για πακτωλό ξένων κεφαλαίων, έτοιμο να εισρεύσει σε ένα σύστημα κατάλληλα δομημένο να τα υποδεχθεί.

(Πανηγυρίζοντας την κατάκτηση του Champions League με την Τσέλσι)

Την ίδια περίοδο, σημειολογικά, Αμερικανοί αγοράζουν το τεράστιο brand που ονομάζεται Manchester United και το 2012 που ο Abramovich κατακτά με την Chelsea το πολυπόθητο και μονάκριβο μέχρι σήμερα Champions League του, οι μη βρετανικές ιδιοκτησίες στο νησί είναι ήδη δέκα. Σήμερα, τα μοναδικά clubs με αμιγώς βρετανική ιδιοκτησία είναι η Tottenham, η Stoke City, η Burnley και η Middlesbrough. Τελεία.

Κανείς δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τα ακριβή του κίνητρα, αυτό το πάθος που ευαγγελίζεται το έχει επιδείξει κατά καιρούς, κάποτε σε ένα ματς με την τουρκική Besiktas για το Champions League σε ένα ουδέτερο γερμανικό γήπεδο, σηκωνόταν όρθιος και διαμαρτυρόταν για κάποια σκληρά φάουλ στα ‘περιουσιακά του στοιχεία’, τα έβαζε με τις αποφάσεις του διαιτητή, φώναζε και έβριζε σαν χουλιγκάνος, πριν τον περιλάβουν οι έχοντες άγνοια κινδύνου Τούρκοι στις απειλές και τον αναγκάσουν να αποχωρήσει. Γνωστές και πολυθρύλητες επίσης είναι οι επισκέψεις του στα αποδυτήρια στα ημίχρονα των αγώνων που δεν ικανοποιούν τα θέλω του. Με τον τρόπο του που είναι περισσότερο τρομακτικός από την κλασική εικόνα παράγοντα που έχουμε κατά νου. Κατεβαίνει στα αποδυτήρια και απλώς παρίσταται, κάθεται σιωπηλός ανάμεσα σε προπονητή και ποδοσφαιριστές δημιουργώντας ένα κλίμα ήσυχης τρομοκρατίας. Παρατηρεί και στρέφει το βλέμμα εκεί που κατά την άποψή του συγκεντρώνονται οι ευθύνες της διαφαινόμενης αποτυχίας, είναι μια στάση πολύ χειρότερη από μια έκρηξη ή οποιαδήποτε αντίδραση και εξόργιζε κατά κόρον τους προπονητές του.

Ο Ιταλός προπονητής Carlo Ancelotti θυμάται χαρακτηριστικά το παγωμένο βλέμμα του ιδιοκτήτη της Chelsea μετά από έναν αποκλεισμό το 2011, την απόλυτη σιωπή – σχεδόν νεκρική σιγή – όταν μπήκε μέσα στα αποδυτήρια φορώντας εκείνο το παγωμένο ύφος, με τους ποδοσφαιριστές μέσα στην ένταση και την αδρεναλίνη να χαμηλώνουν αυτοστιγμεί το κεφάλι.

Δεν ειπώθηκε λέξη. Άπαντες έμειναν σιωπηλοί και υπέμεναν στωικά την περιήγηση του ιδιοκτήτη που τους έγδυνε με τα μάτια

Ο Antonio Conte έχει να το λέει για τις ομοειδείς επισκέψεις του μεγάλου αφεντικού όταν έκανε μαθήματα τακτικής στα video sessions της ομάδας. Ο Roman μπαίνει στην αίθουσα, κάθεται σε μια πολυθρόνα και κοιτάζει τα μέλη του team στα μάτια μετά από κάθε πάγωμα της εικόνας και επεξήγηση της φάσης. Κάποια λεπτά αργότερα, σηκώνεται, κάνει ένα νεύμα και αποχωρεί. Αυτό.

Η συμπεριφορά δεν είναι εξηγήσιμη, δεν μπορείς να διαβάσεις εύκολα έναν άνθρωπο που δεν βγάζει μιλιά. Το βέβαιο είναι ότι η συμπεριφορά δεν παραπέμπει σίγουρα σε πρόσωπο που ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο επειδή θέλει να βγάλει χρήματα. Σε αυτό τουλάχιστον ήταν ειλικρινής στην τοποθέτησή του στο BBC. Ένας επιχειρηματίας που επισήμως δραστηριοποιείται στον τομέα της ενέργειας και του χάλυβα, ένας μεγιστάνας με την οικονομική επιφάνεια του Abramovich, το τελευταίο πράγμα που περιμένει από το ποδόσφαιρο, είναι το οικονομικό κέρδος. Έχει επενδύσει στην Chelsea 1 δισεκατομμύριο στερλίνες, σε βάθος χρόνου είναι ο πρόεδρος / ιδιοκτήτης που έχει δαπανήσει τα περισσότερα χρήματα από καταβολής premiership. Το αντάλλαγμα είναι ασαφές, ο Dominic Midgley και ο Chris Hutchins, συγγραφείς του βιβλίου ‘Abramovich, The Billionaire from Nowhere’, ισχυρίζονται ότι η ενασχόλησή του με ένα ποδοσφαιρικό club την εποχή που δεν ήταν καν της μόδας, αποτέλεσε το φθηνότερο ασφαλιστήριο ζωής στην ιστορία. Δεν είναι δική τους σκέψη, αλλά τοποθέτηση πρώην συνεργάτη του, επιχειρηματία που μεσουρανούσε επί ΕΣΣΔ (και νυν μαφιόζου) που τον γνώριζε από μικρό παιδί.

(Ρομάν Αμπράμοβιτς, ο νέος ιδιοκτήτης της Τσέλσι)

Για να γίνει πλήρως κατανοητή η τοποθέτηση, πρέπει να καταστεί σαφές ότι στην παγκόσμια σκηνή, ο καλός φίλος του Putin, αναφέρεται ως ‘ολιγάρχης’. Και οι ολιγάρχες διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη ισχύ από τους πολιτικούς στη σκάλα της εξουσίας, με ότι αυτό συνεπάγεται. Είναι γεγονός ότι ο Roman αναδείχθηκε επιχειρηματικά τον καιρό εκείνου του χάσματος, του limbo καλύτερα, της κατάρρευσης του καθεστώτος στην πρώην Σοβιετική Ένωση, τότε που η κατάσταση στη Ρωσία και στα υπόλοιπα κράτη της κοινοπολιτείας, μπορούσε να συγκριθεί μόνον με μεσαιωνικές καταστάσεις. Στα τέλη των ’80ς ο Roman είναι απλώς ένας (λαθρ)έμπορος ειδών πολυτελείας. Μην φανταστεί κανείς χαβιάρι και ακριβές σαμπάνιες.

Εκείνη την εποχή του limbo, είδος πολυτελείας ήταν ένα καλό τζιν παντελόνι, μια ελβετική σοκολάτα, ένα γαλλικό άρωμα

Ο Abramovich αγόραζε το εμπόρευμα στη Μόσχα και το μεταπωλούσε με υπεραξία στην Ukhta της τότε αυτόνομης Δημοκρατίας των Κόμι, στην πόλη την οποία μεγάλωσε μαζί με τους θετούς γονείς του.

Εκεί ανδρώθηκε ο Abramovich, εκεί έχτισε την προσωπικότητά του και εκπαιδεύτηκε στο ‘κατώτερο’ Ινστιτούτο Βιομηχανίας της πόλης, αφού χρήματα για μεγάλο και σημαντικό πανεπιστήμιο δεν υπήρχαν διαθέσιμα. Υποχρεωτική διετής στράτευση (αφού αναβολή λόγω σπουδών δεν μπορούσε να πάρει) και απ’ ευθείας στον δρόμο, προκειμένου να ακολουθήσει το επάγγελμα του θετού του πατέρα, του Leib. Ήταν ο αδελφός του πατέρα του Arkady που είχε σκοτωθεί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες όταν ένας γερανός τον κονιορτοποίησε. Ο Roman ήταν μόλις δυόμισι ετών και εάν δεν βρισκόταν ο Leib θα κατέληγε στο ορφανοτροφείο. Η Ludmilla, η θετή του μητέρα διηγείται ότι στο… εμπόριο, τον έβαλε ο άνδρας της, τότε υπεύθυνος ενός δημόσιου πριονιστηρίου στην πόλη, από το οποίο έκλεβε ρούχα και τρόφιμα προκειμένου να τα μεταπωλήσει αργότερα σε αστρονομικές τιμές σε φτωχότερες περιοχές. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, σε βαθμό ο θετός γιος να αποκτήσει όνομα στην πόλη, αφού ήταν ο μοναδικός που διέθετε «δυτικές» ανέσεις, κυκλοφορούσε π.χ. με Walkman.

Δεν ήταν όμως τόσο οι ‘πολυτέλειες’, όσο ότι ο Roman διαμόρφωσε έναν χαρακτήρα διττό, ζούσε μέσα στο σπίτι την απόλυτη έννοια της διπροσωπίας, αφού ο Leib από τη μία διακήρυττε τα κρατικά ιδεώδη και τις αξίες του Κόμματος ως δημόσιος αξιωματούχος και από την άλλη έβγαζε το παντεσπάνι του από τη μαύρη αγορά και το (λαθρ)εμπόριο. Σε εκείνες τις εποχές glasnost και perestroika ο Abramovich έμαθε να πορεύεται χωρίς ηθικούς φραγμούς, δίχως αναστολές και ιδεολογικές ανησυχίες. Όταν ο Γκορμπατσόφ ήρε την απαγόρευση για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ο Roman ίδρυσε την πρώτη εταιρεία του, την Uyut (που στα ρωσικά, σημαίνει άνεση) μια βιοτεχνία ειδικευμένη να παράγει κούκλες και πάπιες μπανιέρας από καουτσούκ. Ξεκινώντας από αυτή την απλή βιοτεχνία παιχνιδιών άρχισε την επεκτατική πολιτική του, χώρισε με την πρώτη του γυναίκα την οποία παντρεύτηκε πάρα πολύ νεαρός και ανοίχτηκε στην αγορά όντας ‘ο κορυφαίος επιλογέας σωματοφυλάκων στη βόρεια Ρωσία’. Από αυτήν τη δραστηριότητα έγινε γνωστός στους σωστούς κύκλους και όταν ο Γκορμπατσόφ παρέδωσε στον Μπόρις Γέλτσιν την εξουσία, ανακάλυψε την κότα που γέννησε τα χρυσά αυγά: τους υδρογονάνθρακες.

(Με αφάνα και χαμηλωμένο βλέμμα στον πρώτο του γάμο)

Ο μύθος της εισόδου του στο παιχνίδι της ενέργειας θέλει τον Abramovich στις αρχές του 1992 να αναζητά αγωνιωδώς κεφάλαια προκειμένου να κάνει το άλμα και να βρεθεί στο τραπέζι με τους μεγάλους «παίκτες». Ωστόσο δεν τα κατάφερνε. Μιλάμε για την εποχή που το νεοσύστατο ρωσικό κράτος ξεπουλάει κυριολεκτικά τα πιο ακριβοθώρητα αγαθά του, τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία του, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ο Γέλτσιν συνδιαλέγεται με λογής ‘επιχειρηματίες’, μούρες απ’ εκείνες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μόνο σε αμερικάνικες σειρές. Ο Abramovich απελπισμένος και φοβούμενος ότι μένει πίσω από τις εξελίξεις κάνει την απόλυτη τρέλα και επιτάσσει (sic) ένα τρένο που μετέφερε diesel αξίας 4 δισεκατομμυρίων ρουβλιών και έφευγε από την Ukhta με προορισμό το Kaliningrad. Πλαστογραφεί τα έγγραφα του ταξιδιού και αντί για τον κανονικό προορισμό, το οδηγεί στην πρωτεύουσα της Λετονίας, τη Ρίγα, όπου μεταπωλεί το φορτίο στη μαύρη αγορά και εν μία νυκτί γίνεται από τους πλουσιότερους 25χρονους στη χώρα. Συλλαμβάνεται λίγες μέρες αργότερα από τις αρχές, αλλά ως δια μαγείας, θαρρείς και ένας φύλακας-άγγελος τον προστατεύει, αφήνεται ελεύθερος και κρατά και τα κέρδη του! Αυτή είναι η επίσημη εκδοχή ενός μύθου που πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτός.

Την πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να την γνωρίζει απόλυτα κανείς, η ακρίβεια της ιστορίας παραμένει άγνωστη, ωστόσο από τις πλείστες όσες καταθέσεις καταδικασθέντων και μη της εποχής, προκύπτει ότι στη Ρωσία του limbo και της διαφθοράς, όσοι μπήκαν στις business με τους υδρογονάνθρακες, διέθεταν απόλυτη πολιτική προστασία, τρομερές διασυνδέσεις και πιστό στρατό από… άσβερκα παιδιά γεννημένα με το kalashnikof στο χέρι. Και ο Roman τα είχε βρει όλα αυτά χάρη στο σωστό άνθρωπο: τον Boris Berezovsky. O κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του Boris, ήταν εκ των ‘βαρώνων’ της εποχής στον τομέα της διασκέδασης, των media και των πολυτελών αυτοκινήτων. Κυρίως ήταν ο συνδετικός κρίκος της ‘φαμίλιας’ με έναν άλλον Boris, τον Πρόεδρο Γέλτσιν, του οποίου η μικρή κόρη (η Tatyana) είχε βαρεθεί να ουρλιάζει από χαρά κάθε φορά που ο Berezovsky της έκανε δώρο την επόμενη Bentley, το επόμενο περιδέραιο από τα Tiffany’s, το επόμενο συνολάκι απ’ ευθείας από τη μπουτίκ της Miuccia Prada στο Μιλάνο. Η Τάτι, όπως την φώναζε χαϊδευτικά ο πατέρας της, μετέφερε με τη σειρά της τις ‘απόψεις’ της φαμίλιας στο υπουργικό συμβούλιο και κατά πολλούς ήταν εκείνη που έπεισε το Ρώσο Πρόεδρο να μοιράσει σωστά την ενεργειακή τράπουλα.

(Με τον Μπόρις Μπερεζόφσκι, όταν η σχέση τους ήταν καλή και αποδοτική)

Ο Berezovsky γνώρισε τον Abramovich στη θαλαμηγό ενός κοινού γνωστού το 1995, εντυπωσιάστηκε αμέσως από την αποφασιστικότητα και την πειθαρχία του ‘μικρού’ και σε μία συνέντευξή του στον γνωστό Ρώσο δημοσιογράφο Alexei Venediktov, τον αποκάλεσε μεγάλο ταλέντο και ψυχολόγο καταστάσεων. “Ο Roman είναι μια μεγαλοφυΐα, έχει τέτοια πειθώ που είναι αδύνατον να του αρνηθείς το οτιδήποτε. Σταθμίζει την ψυχολογική σου κατάσταση εκείνη τη στιγμή που σε έχει απέναντι και λέει αυτό που θέλεις να ακούσεις, με τον τρόπο που θέλεις να το ακούσεις. Τον βλέπω σαν γιο μου, ήταν αδύνατον να του αντισταθώ και να μην αποθεώσω το ταλέντο του”. Ωραία και εντυπωσιακά όλα αυτά, πλην όμως ο Berezovsky ξέχασε να αναφέρει ότι ο Roman ήταν το πιο χρήσιμο πιόνι για να βάλει χέρι και στην Sibneft, έναν ενεργειακό κολοσσό που προήλθε από τη συγχώνευση της NoyabrsknefteGaz με τα διυλιστήρια του Omsk και ήταν ο μεγαλύτερος σε ολόκληρη τη Ρωσία. Ο Roman ήταν ο μεσάζων στο deal της συγχώνευσης, ο Boris ήταν ο άνθρωπος με την επιρροή στο Ρώσο Πρόεδρο και κάπως έτσι το Δεκέμβριο του 1995 ο Γέλτσιν υπογράφει την πώληση της Sibneft στο μαγικό δίδυμο έναντι 200 εκατομμυρίων δολαρίων. Μικρή σημείωση: η εταιρεία κόστιζε τουλάχιστον τα πενταπλάσια και επτά χρόνια αργότερα αποτιμάτο 15 δισεκατομμύρια δολάρια. Η επιτομή του συμφέροντος deal…

Με την αγορά της Sibneft, o Abramovich δεν έγινε απλώς αμύθητα πλούσιος, πλέον ήταν και επικίνδυνα ισχυρός

Πιο ισχυρός απ’ ό,τι υπολόγιζε και ο ίδιος ο Berezovsky. O Roman δεν σταματούσε πουθενά, επεκτεινόταν διαρκώς, μετά την Sibneft αγόρασε και την NkAZ, μπήκε και στην αγορά του αλουμινίου με μια πολιτική που χαρακτηριστικά εκείνη την εποχή ονομάστηκε από τον παγκόσμιο Τύπο ‘Alluminium Wars’. Το σημαντικότερο όλων, με τον καιρό έχτισε μια σχέση εμπιστοσύνης με την Τatyana, ανώτερη και από εκείνη του μέντορά του και έγινε απευθείας συνομιλητής του Γέλτσιν και της αυλής του. Η πραγματική εκτόξευση ωστόσο, ήρθε όταν τον Αύγουστο του ’99, Πρωθυπουργός της Ρωσίας ορκίζεται ένα πρώην μέλος της KGB, ένας άγνωστος και βλοσυρός τύπος με ομιχλώδες και σκοτεινό παρελθόν στην Ανατολική Γερμανία, ο Vladimir Putin.

Οι περισσότεροι ολιγάρχες υποδέχονται την είδηση ικανοποιημένοι διότι νομίζουν ότι η επιλογή είναι χαμηλού προφίλ και ο 47χρονος τότε άγνωστος πρώην πράκτορας δεν θα έχει το ανάστημα να αλλάξει το διακρατικό status και να τους διαφοροποιήσει τα όποια σχέδια. Και όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο Abramovich διαχωρίζει άμεσα τη θέση από εκείνη του Berezovsky και δεν υποτιμά επ’ ουδενί το νέο Πρωθυπουργό και διαφαινόμενο επόμενο Πρόεδρο της Ρωσίας, ο οποίος ξέρει πολύ καλά ότι για να μακροημερεύσει, οφείλει να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα και να ‘τελειώσει’ την καθεστηκυΐα τάξη των ολιγαρχών. Το καλοκαίρι του 2000 ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Putin καλεί τους ολιγάρχες σε μια ιστορικής σημασίας συνάντηση στο Κρεμλίνο, κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού και ξεκαθαρίζει την κατάσταση: θα διατηρήσουν τα κεκτημένα υπό τρεις σκληρούς όρους. Πρώτον, δεν θα έχουν λόγο στη διακυβέρνηση της χώρας, δεύτερον, θα πάψουν να διαφθείρουν τους κρατικούς λειτουργούς για να ξεπερνώνται ‘γραφειοκρατικά’ ζητήματα και τρίτον, θα πληρώνουν φόρους. Ουσιαστικά δηλαδή, κήρυξε πόλεμο εναντίον τους.

Το τραπέζι παγώνει, κάποιοι καγχάζουν, άλλοι χάνουν την ψυχραιμία τους. Ο Putin με απόλυτα μειλίχιο ύφος, πετάει στο κέντρο του τραπεζιού ένα μάτσο ογκώδεις φακέλους και εξηγεί στους αντιδρώντες (δηλαδή στην πλειοψηφία) ότι εάν δεν συμμορφωθούν με τους όρους του, η καλύτερη εξέλιξη γι’ αυτούς θα είναι ότι θα δημευθούν οι περιουσίες τους και θα επιστρέψουν στα gulag. Το σκηνικό είναι απόλυτα κινηματογραφικό, οι ολιγάρχες αντιδρούν, ορισμένοι πολύ άσχημα, μεταξύ των οποίων είναι και ο Boris Berezovsky. Πλέον περίμεναν απλώς την κατάλληλη στιγμή για να αντιδράσουν και να αποκαθηλώσουν τον αυθάδη νέο Πρόεδρο. Έναν μήνα μετά από εκείνη την ιστορική συνάντηση, ένα από τα εμβληματικά ρωσικά υποβρύχια, το Kursk, βυθίζεται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στη θάλασσα του Μπάρεντς, ανατολικά του Αρκτικού Ωκεανού. Πνίγονται 118 άνθρωποι, ξεσπά τεράστιος σάλος διότι ο Putin δεν αφουγκράζεται το λαϊκό αίσθημα και δεν διακόπτει τις διακοπές του για να επιδείξει τον προσήκοντα σεβασμό στην εθνική τραγωδία. Οι ολιγάρχες έχουν βρει την αφορμή που ζητούσαν.

(Στο ίδιο τραπέζι με τον Βλαντιμίρ Πούτιν)

Σύσσωμος γραπτός και ηλεκτρονικός Τύπος εξαπολύουν μια άνευ προηγουμένου επίθεση στο νέο Πρόεδρο, υπερδιογκώνουν το συμβάν του δυστυχήματος και ο τηλεοπτικός σταθμός ORT – με μεγαλομέτοχο τον Berezovsky – κάνει λόγο για τραγωδία ανάλογη του Τσέρνομπιλ. Η αντίδραση του Vladimir Putin είναι οργίλη. Είναι τέτοια η οργή του που λίγους μήνες αργότερα ο Boris Berezovsky εξαναγκάζεται σε αυτοεξορία προκειμένου να μη δολοφονηθεί, αφήνοντας στο κράτος την ‘υποχρέωση’ να διαχειριστεί την περιουσία του. Το 49% των μετοχών του τηλεοπτικού σταθμού (που σήμερα είναι πια το Channel One της Ρωσίας) καταλήγει στο Roman Abramovich και τότε αντιλαμβάνεται και ο τελευταίος αδαής ποιος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση του νέου Τσάρου, ποιος παρείχε την υλικοτεχνική υποστήριξη στην οργάνωση του ‘νέου κράτους’ και ποιος χρηματοδοτούσε το Yedinstvo (Ενότητα, το κόμμα του Putin που αργότερα μετονομάστηκε σε Yedinaya Rossiya – Ενωμένη Ρωσία).

Ενώ λοιπόν ο Berezovsky είναι εξαφανισμένος, ο μέχρι πρότινος ‘γιος του’ Roman Abramovich θέτει αιφνιδίως υποψηφιότητα για κυβερνήτης της αυτόνομης Chukotka, στο ανατολικότερο άκρο της χώρας. Στην αναμενόμενη ερώτηση για τη σχέση του με τον εξόριστο πια Berezovsky, απαντά κυνικότατα ότι κάποτε νόμιζε ότι ήταν φίλοι, αλλά ο Boris αποδείχτηκε ότι ήταν μόνο φίλος του εαυτού του.

Μέσα σε μια πενταετία λοιπόν, ο άλλοτε πωλητής παιχνιδιών από καουτσούκ για το μπάνιο (!) έγινε ο Νο 1 ολιγάρχης της νέας κατάστασης

Η σχέση με το Boris δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, χρόνια αργότερα, όταν πια ο Berezovsky είχε ξεπληρώσει όλα του τα χρέη στον Putin (κανείς δεν κατόρθωσε να υπολογίσει πόσα μηδενικά είχε ο λογαριασμός) προσπάθησε να σύρει το Roman στα δικαστήρια, σε μια υπόθεση που στα αγγλικά media τιτλοφορείτο ‘Η μάχη των ολιγαρχών’ και χάριν της οποίας μαθεύτηκαν και οι λεπτομέρειες εκείνης της υπόθεσης.

Ο Abramovich μπορεί να κέρδισε την πολύκροτη δίκη το 2012, το πλήγμα ωστόσο ήταν βαρύ, διότι μέσω της Sibneft και του Berezovsky έγιναν γνωστές λεπτομέρειες που αφορούσαν το παρελθόν του, εξετάστηκαν γεγονότα που φώτισαν τη σταδιοδρομία του και – το χειρότερο – δημοσιοποιήθηκε η στενότατη σχέση του με τον Vladimir Putin. Στις δηλώσεις του ο Boris Berezovsky μετά την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης, έκανε λόγο για σκάνδαλο, υπονοώντας ότι πέταξε στον κάδο απορριμμάτων 180 εκατομμύρια δολάρια σε δικαστικά έξοδα, εξ αιτίας ενός gangster που συνθηκολόγησε με έναν πρώην πράκτορα μυστικών υπηρεσιών. Ήταν η τελευταία του δήλωση διότι λίγους μήνες αργότερα βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο. Η επίσημη τοποθέτηση της Scotland Yard στο ανακοινωθέν δελτίο Τύπου, έκανε λόγο για ‘πιθανή αυτοκτονία λόγω μακροχρόνιας κατάθλιψης’. Τα συμπεράσματα του καθενός είναι εύγλωττα.

(Στο δρόμο για το δικαστήριο)

Την ίδια τύχη με το Berezovsky είχαν ακόμη δύο μέλη εκείνου του τραπεζιού στο Κρεμλίνο: ο Vladimir Gusinsky και ο Mikhail Khodorkovsky, αμφότεροι εξόριστοι και πεταμένοι στον κάλαθο των αχρήστων από το σύστημα. Κοινή συνισταμένη, ότι κανείς εξ αυτών δεν διέθετε την οξυδέρκεια του Abramovich αφ’ ενός για να επιλέξει τη σωστή πλευρά στο σωστό χρόνο και αφ’ ετέρου για να υπογράψει ένα πανάκριβο ‘ασφαλιστήριο συμβόλαιο’, ελέγχοντας μια διεθνούς φήμης ποδοσφαιρική ομάδα σε μια αγορά που παρέχει προστασία και δίδει την απαραίτητη δημοσιότητα στο ευρύ κοινό. Ασφαλώς, η σχέση με τον Putin έχει τον πρωτεύοντα ρόλο, πλην όμως, ο Roman Abramovich σήμερα, είναι διάσημος για τα πλούτη και την Chelsea, η μάζα αυτά γι’ αυτά τον γνωρίζει και γι’ αυτά τον θεωρεί παγκόσμιο ‘παίκτη’. Μετά από αυτά άρχισαν να δημοσιοποιούνται και τα τεράστια deals, όπως επί παραδείγματι η κατασκευή του πετρελαιαγωγού Keystone XL που ο Πρόεδρος Trump – αθετώντας την απόφαση του προηγούμενου Προέδρου Obama – αποφάσισε να αναθέσει στην εταιρεία χάλυβα Evraz, μια εταιρεία στην οποία ο Abramovich έχει το 31%. Πλέον δηλαδή, ο Roman ανήκει στους ‘σοβαρούς επιχειρηματίες’ παγκοσμίως.

Από τις αρχές του 2000 που ο Abramovich συν γυναιξί και τέκνοις, βαθμηδόν ξεκίνησε να εγκαθίσταται μόνιμα στη Μεγάλη Βρετανία, το προφίλ άλλαξε, έγινε πιο επιχειρηματικό, πιο classy, είναι ραμμένο στη Savile Row και όχι στη ρωσική στέπα. Οι στρατηγικές του επιλογές αποδεικνύουν ότι ο στόχος του ήταν εξ αρχής να εισέλθει στο club της δυτικής ελίτ, γι’ αυτό αγόρασε τη συγκλονιστικά αριστοκρατική έπαυλη στο West Sussex έναντι του ευτελούς ποσού των 15 εκατομμυρίων στερλίνων, γι’ αυτό αγόρασε μια τεράστια έκταση στη γαλλική ριβιέρα πληρώνοντας στο Δούκα του Winsdor 40 εκατομμύρια, γι’ αυτό εν ολίγοις αγόρασε την Chelsea. Τα υπόλοιπα κινητά και ακίνητα αγαθά, όπως το προσωπικό Boeing 767, τα υπόλοιπα jet, οι θαλαμηγοί (προεξέχοντος του Pelorus που είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει, πελώριο), τα πανάκριβα θωρακισμένα αυτοκίνητα, τα ελικόπτερα κλπ, είναι μέρος του  προφίλ και απλώς σε αυτές τις περιπτώσεις προσδίδουν κύρος.

(Με την Ντάσα, στο ‘αυτοκρατορικό θεωρείο της Τσέλσι)

Ο (φαινομενικός) απογαλακτισμός από τον Putin ξεκίνησε ήδη από τον Οκτώβριο του 2005, όταν πουλήθηκε η Sibneft στην ελεγχόμενη από τον Putin GazProm έναντι του ευτελούς ποσού των 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων (υπενθυμίζεται ότι την αγόρασε 200 εκατομμύρια από κοινού με τον Berezovsky), συνεχίστηκε με όλες τις επενδύσεις «δυτικού προσανατολισμού» και μακριά από ρωσικής φύσεως ενδιαφέροντα, δηλαδή αποφεύγοντας μετά βδελυγμίας την οποιαδήποτε σύγκρουση με το Βλαδίμηρο. Όλες του οι κινήσεις καταδεικνύουν ότι κύριο μέλημά του είναι να αποφύγει τα αντίποινα ακόμη κι αν πρόκειται για ασήμαντη αφορμή και καπρίτσιο του Ρώσου Προέδρου. Διακριτικά στέλνει και τα δικά του ‘μηνύματα εξουσίας’ στον Putin, όπως ας πούμε η μεταφορά του ίδιου του Πρίγκηπα Κάρολου με το ελικόπτερό του από το παλάτι στο γήπεδο του polo, κινήσεις που επιτρέπουν τη σταδιακή μεταφορά κεφαλαίων και συμφερόντων από το ταμπλό συμφερόντων Putin στη Μεγάλη Βρετανία. Αναίμακτα.

Ο ίδιος ο Roman σε κατάθεσή του στη δίκη των ολιγαρχών δήλωσε ότι η Chelsea είναι η σημαντικότερη καμπή της ζωής του και η επιχειρηματική κίνηση που άλλαξε την καριέρα του. Με λίγα λόγια, είπε ενώπιον δικαστηρίου ότι η Chelsea ήταν το δίχτυ ασφαλείας του. Γιατί η Chelsea, θα ρωτήσει κανείς εύλογα, γιατί το ποδόσφαιρο. Η εξήγηση είναι αρκετά μπανάλ, έχει ρίζες στην προηγούμενη ζωή του, στην Ukhta των gulag με τους πολιτικούς κρατούμενους, όπου δέσποζε ο Nikolaj Starostin, θρύλος του χόκεϊ επί πάγου και συνιδρυτής της Spartak Μόσχας, μίας εκ των σημαντικότερων και ιστορικότερων ποδοσφαιρικών ομάδων στη Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία. Στην Ukhta εστάλη ο Starostin μετά τη σύλληψή του, όταν ο Stalin πληροφορήθηκε ότι η σχέση του μεγάλου αθλητή με το γιο του ήταν κάτι παραπάνω από φιλική, εκεί οργάνωσε την τοπική ομάδα και έβαλε το σπόρο για να αγαπήσει ολόκληρη η περιοχή το ποδόσφαιρο. Πρόσφατα μάλιστα, ο Abramovich αγόρασε και μια ομάδα χόκεϊ επί πάγου, την οποία ασφαλώς έκανε πανίσχυρη και πρωταθλήτρια.

Ο πιτσιρικάς Roman λοιπόν, βρήκε διέξοδο στη μπάλα, σε εποχές πολύ δύσκολες, φτωχές, σκοτεινές και γεμάτες προσωπικά δράματα και ανέχεια.

Μοιάζει παραμυθένιο, αλλά η σχέση με το ποδόσφαιρο είναι κάτι σαν πολιτιστική κληρονομιά, ένα καρουζέλ αναμνήσεων που δεν θα σβήσει καμία έπαυλη και καμία θωρακισμένη Maybach

Παρότι ενδιαφέρθηκε πρώτα για την Manchester United (μάλιστα κυκλοφορεί και φωτογραφία του με το Rio Ferdinand στο προπονητικό κέντρο των red devils τον Απρίλιο του 2002) τελικά κατέληξε στην – υπό πώληση τότε – Chelsea διότι εντυπωσιάστηκε από τη συγκεκριμένη περιοχή του Λονδίνου σε μια βόλτα με το ελικόπτερο πάνω από τον Τάμεση. Ομόφωνη ετυμηγορία για τους λόγους που ένας άνθρωπος αγοραφοβικός και παντελώς κρυψίνους αποφάσισε να ασχοληθεί με έναν χώρο τόσο προβεβλημένο, δεν υπάρχει.

(Ο Ρομάν παλιά)

(Και ακόμα πιο παλιά)

Πέρα από το επιχειρηματικό κομμάτι, πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, που έμεινε ορφανός από πολύ μικρός (μετά το ατύχημα του πατέρα του, πέθανε και η εγκυμονούσα μητέρα του Irina κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης άμβλωσης), μεγάλωσε πολύ δύσκολα και στο οικογενειακό του περιβάλλον είχε ολοκληρωμένη την παράνοια της κατάπτωσης της Σοβιετικής Ένωσης. Εξακολουθεί να κάνει δωρεές και να συντηρεί το σχολείο του, κάθε χρόνο στέλνει τα φτωχά παιδιά ολόκληρης της Chukotka διακοπές χωρίς να το διαφημίζει, γιατί όσα χρήματα και να αποκτήσει, όση ισχύ και εξουσία, θα είναι πάντα ο μικρός Εβραίος (η καταγωγή του είναι εβραϊκή και έχει βιώσει στο πετσί του και τον σκληρό αντισημιτισμό της εποχής στην πρώην ΕΣΣΔ με ειδική αναγραφή στην ταυτότητα κλπ) που έψαχνε τη διέξοδο με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Ψάχνει εναγωνίως τον εξαγνισμό, προσπαθεί είτε μέσω της τέχνης είτε του ποδοσφαίρου είτε αγαθοεργιών, να αποτινάξει την ταμπέλα του ολιγάρχη, του γκάνγκστερ, του ίδιου του εαυτού του. O Abramovich δεν είναι αυτός που φαίνεται, τον Roman δεν τον ξέρει κανείς.

(Κεντρική φωτογραφία: AP Photo / Lefteris Pitarakis)