BLADE RUNNER

Η αγαπημένη μου ταινία των ‘80s: ‘Blade Runner’

Η Ναταλία Αποστολοπούλου γράφει για την βερσιόν του 'Blade Runner' που αγάπησε.

Καταρχάς, ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι υπάρχουν επτά διαφορετικές εκδοχές του ‘Blade Runner’, από την πρωτότυπη το 1982 μέχρι σήμερα. Στο συγκεκριμένο κείμενο όμως θα ασχοληθούμε μόνο με την λεγόμενη «Director’s Cut», αυτή του 1992 δηλαδή που διαρκεί 116 λεπτά, και που μας επιστρέφει εν μέρει στο αρχικό φινάλε.

Βρισκόμαστε τρία έτη από το σήμερα.

Είναι Νοέμβριος του 2019 και ο Rick Deckard (Harrison Ford) τρώει noodles σε μια υπαίθρια καντίνα, με φόντο τους λαβυρινθώδεις δρόμους ενός ρετροφουτουριστικού Λος Άντζελες που θυμίζει σκηνικό μετά από οικολογική καταστροφή ή πόλεμο. Κάποιος τον χτυπάει στην πλάτη και του λέει πως συλλαμβάνεται. Λίγα λεπτά αργότερα, ο συνταξιούχος πλέον αστυνομικός Deckard βρίσκεται παρά τη θέλησή του μπλεγμένος στην εξιχνίαση μιας μυστηριώδους υπόθεσης με ρέπλικες. Ποια ακριβώς η δουλειά που του αναθέτουν; Να κυνηγήσει και να σκοτώσει, ή πιο κυνικά όπως λέγεται και στην ταινία, να αποσύρει τέσσερα androids που έχουν επιστρέψει στη γη. Τι γυρεύουν αυτά τα androids εδώ; Να γίνουν άνθρωποι.

Οι ρέπλικες είναι γενετικά παραλλαγμένοι κλώνοι που έχουν σχεδιαστεί ως η υπέρτατη μορφή βραχυπρόθεσμου, hyper-εξειδικευμένου και ευέλικτου εργατικού δυναμικού και κατοικούν σε άλλους πλανήτες, υπηρετώντας τους ανθρώπους που έχουν «μεταναστεύσει» εκεί. Όμως, όπως όλοι οι εργάτες που αντιμετωπίζουν την απειλή του συντομευμένου εργάσιμου βίου, έτσι και αυτές δεν αποδέχονται ευνοϊκά τις συνθήκες της τετράχρονης ζωής τους κι επιστρέφουν με έναν στόχο: να συναντήσουν το δημιουργό τους και να ζητήσουν πίστωση χρόνου (σκοτώνοντας στο διάβα τους όποιον στέκεται εμπόδιο στη μάχη τους, πρώτο-πρώτο, δηλαδή, τον Deckard).

Το κυνηγητό επικηρυγμένων ανδροειδών στη σκοτεινή -και μονίμως βροχερή- αμερικανική μητρόπολη αρχίζει, με τον “μπλέιντ ράνερ” Deckard να έχει σύμμαχό του τη Rachel, ένα ανδροειδές που είναι σχεδόν αδιόρατο πως είναι ομοίωμα -αλλά ξέρουμε ότι δεν έχει δικές της αναμνήσεις και χτίζει την ταυτότητά της με τη βοήθεια φωτογραφιών- και που υποκύπτει και ερωτεύεται εν τέλει τον Deckard. Επομένως, τα androids αναπνέουν, τρέφονται, πίνουν, καπνίζουν, ερωτεύονται, ματώνουν, σκέπτονται, μέχρι και οίκτο αισθάνονται όπως φαίνεται στο τέλος. Τι είναι αυτό που διακρίνει το αντίγραφο από το πρωτότυπο; Τι ορίζεται ως άνθρωπος;

H ταινία, που βασίστηκε ως γνωστόν  στο βιβλίο του Philip K. Dick ‘Do Αndroids Dream of Electric Sheep’, ξεχώρισε στην εποχή της για τα θεαματικά οπτικά εφέ της σε συνδυασμό με το μοναδικό μουσικό σκορ του Vangelis και, πράγματι, ο τρόπος που η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου ντύνει την εικόνα ξεφεύγει από τα όρια του masterpiece. Ωστόσο το ‘Blade Runner’ είναι πάνω από όλα, για μένα τουλάχιστον, οι προβληματισμοί που θέτει στον πυρήνα του. Η ρευστότητα του χωροχρόνου, η αίσθηση του κατακερματισμού και η αγωνιώδης αναζήτηση νοήματος και ταυτότητας.

Πρόκειται για τα ίδια ακριβώς θέματα που απασχολούν τον Wim Wenders στα ‘Φτερά του Έρωτα’ (την αγαπημένη μου ευρωπαϊκή ταινία των ‘80s), με την διαφορά εδώ ότι τον αφηγητή ιστοριών που κινεί τα νήματα και δίνει συνοχή στην ιστορία, τον έχει αντικαταστήσει η Εταιρεία Tyrell, ή αλλιώς οι κρυμμένες δυνάμεις του νόμου και της τάξης που οργανώνουν την κοινωνική ζωή και επιτρέπουν στο χάος να είναι ανεκτό, επειδή ακριβώς δεν απειλεί τον συνολικό έλεγχο.

Σε ένα άλλο επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταινία (όντας και γνήσιο παιδί του μεταμοντερνισμού) είναι ένα σχόλιο για την περιθωριοποίηση της υποκουλτούρας, με τα ανθρωποειδή να μοιάζουν περισσότερο με punk φιγούρες παρά με ρομπότ, αλλά και για την οικολογική καταστροφή, τα ηθικά διλήμματα της κλωνοποίησης, την δύναμη της φωτογραφικής εικόνας, το φόβο μπροστά στο ρίσκο του αβέβαιου και του εφήμερου. Και όλη αυτή τη σχιζοφρενική ορμή του χρόνου μέσα στο χάος των σύγχρονων inner cities την εκφράζει συμπυκνωμένα ο Roy (τελευταίος επιζών από τα τέσσερα επικηρυγμένα androids) στο τέλος της ταινίας με την οργή του για την κατάσταση της υποδούλωσής του και για τη σπατάλη που επιτρέπει στην απίστευτη ένταση της εμπειρίας του «να χάνεται στο χρόνο όπως τα δάκρυα στη βροχή». Και σε αυτό το σημείο είναι που ο Scott μας χαρίζει μια από τις πιο ανεξίτηλες εικόνες δημιουργικής καταστροφής στην ιστορία του σινεμά.

Με το director’s cut το τέλος μένει ανοιχτό και ο Ridley Scott αφήνει στην κρίση μας το εάν τελικά ο Deckard είναι ρέπλικα ή άνθρωπος, προκαλώντας έναν απόηχο άξιο της ταινίας. Ίσως, όμως, αυτό απαντηθεί στο follow-up της ταινίας που ήδη ετοιμάζεται και το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2018, με τον Harrison Ford να επιστρέφει στο ρόλο του μοναχικού ντετέκτιβ Rick Deckard και τον Ryan Gosling με την Robin Wright να συμπληρώνουν το νέο all-star cast sequel της πιο επικής sci-fi των ‘80ς.

Μερικά από τα πιο σημαντικά trivia της ταινίας:

Απέτυχε παταγωδώς στα ταμεία όταν πρωτοκυκλοφόρησε, αν και ήταν υποψήφια για δύο Oscar.

Ο Tommy Lee Jones, ο Dustin Hoffman και ο Robert Mitchum ήταν οι φιναλίστ για το ρόλο του Rick Deckard, τον οποίο πήρε τελικά ο Harrison Ford.

Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν ‘Mechanismo’.

Τα γυρίσματα γίνονταν νύχτα, για λόγους οικονομίας, σε βροχερά πλατό γεμάτα τεχνητό καπνό, τα οποία ανέδιδαν μια οσμή μούχλας.

Το φινάλε της ταινίας έδειχνε αρχικά τον Deckard και τη Rachel να μπαίνουν σε ένα ασανσέρ, αλλα αντικαταστάθηκε σε επόμενες εκδοχές με την εναέρια πανοραμική σκηνή της φύσης, για να έχει λιγότερο αμφίσημο και περισσότερο happy ending. Οι σκηνές αυτές ήταν από αχρησιμοποίητο footage του Stanley Kubrick στo ‘Shining’.

Όλα τα androids αναφέρονται στην ταινία με το μικρό όνομα, ενώ οι άνθρωποι με το επίθετό τους.

ΤΑ ΑΛΛΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΑΣ ΤΩΝ ’80S

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος για το ‘Ferris Bueller’s Day Off’
Η Ιωσηφίνα Γριβέα για το ‘E.T. the Extra Terrestrial’
Η Ναστάζια Καπέλλα για το ‘Labyrinth’
O Μάκης Ραπτόπουλος για το ‘Gremlins’
Η Νάνσυ Κωστακοπούλου για το ‘Dirty Dancing’
Ο Κωνσταντίνος Αμπατζής για το ‘Return of the Jedi’
O Στέφανος Τριαντάφυλλος για το ‘Rocky IV’
O Νίκος Δράκος για το ‘Raiders of the Lost Ark’
Ο Σταύρος Καραϊνδρος για το ‘Die Hard’
O Μάνος Μίχαλος για το ‘Who Framed Roger Rabbit’
O Αντώνης Τζαβάρας για το ‘Goonies’
Ο Θέμης Καίσαρης για το ‘Scarface’