AP Photo
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έκανε σινεμά για την πολιτική και τον έρωτα

Ο οσκαρικός σκηνοθέτης έφυγε σήμερα στα 77 του χρόνια.

«Είμαι καταδικασμένος να είμαι διχασμένος», είχε πει κάποτε ο Μπερτολούτσι στους New York Times. «Έχω διχασμένη προσωπικότητα και η αληθινή αντίφαση μέσα μου είναι πως δε μπορώ να συγχρονίσω την καρδιά μου και το μυαλό μου. Ένα από τα δύο προηγείται πάντα του άλλου.»

Αν αυτός ήταν ο διχασμός που έδινε δημιουργικό καύσιμο στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, αυτό φαίνεται και στο σινεμά του, σε ένα σύνολο έργου που ζει διαρκώς κάπου ανάμεσα στο κοινωνικό και το προσωπικό, στην πολιτική ιδεολογία και το ερωτικό πάθος, στις θεματικές αναζητήσεις και την αποστομωτική ομορφιά. Ο ίδιος, δηλωμένος άθεος και μαρξιστής, γεννήθηκε στην Πάρμα το 1941 με γονείς μια δασκάλα κι έναν ποιητή (και κριτικό κινηματογράφου). Έγραφε από μικρός και, χάρη και στις διασυνδέσεις του πατέρα του, συνεργάστηκε από νωρίς με δημιουργούς σαν τον Παζολίνι και τον Σέρτζιο Λεόνε. Ήδη στα 22 του θα σκηνοθετούσε την πρώτη του ταινία.

– στα γυρίσματα του ‘Τελευταίου Αυτοκράτορα –

Το 1964 σκηνοθετεί τη δεύτερη ταινία του, ‘Πριν την Επανάσταση’, για τη σχέση ενός νέου (από την Πάρμα) με τη θεία του, όπου μιλά για την αβεβαιότητα -ερωτική, όσο και πολιτική, πάντα- των νέων της περιόδου. «Τέλειο πορτρέτο της γενιάς που θα αγκάλιαζε την επανάσταση στα τέλη των ‘60s» όπως γράφει ο θεωρητικός Κόλιν ΜακΚέιμπ, για μια ταινία βαθιά επηρεασμένη από τη Νουβέλ Βαγκ, με τον νέο ακόμα τότε Μπερτολούτσι να βλέπει τον Γκοντάρ σαν κάτι ανάμεσα σε πατρική φιγούρα και δημιουργικό καθοδηγητή. (Ο Γκοντάρ αργότερα θα κατέκρινε τον Μπερτολούτσι, τόσο για τη σχέση του με το Χόλιγουντ όσο και για την πολιτική μετέπειτα έργων του.)

Το 1970 είναι μια καθοριστική χρονιά με δύο εμβληματικές ταινίες της καριέρας του. Στη “Στρατηγική της Αράχνης” βασίζεται σε ένα διήγημα του Μπόρχες για να εξιστορήσει την επιστροφή ενός άντρα στο μέρος όπου ο πατέρας του δολοφονήθηκε από έναν φασίστα πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να βρεθεί μπλεγμένος σε έναν ιστό ψεμμάτων. Στον ‘Κομφορμίστα’, την σπουδαιότερη ταινία της καριέρας του, εξερευνά την ψυχολογία του κομφορμισμού και τη σύνδεση με το φασισμό, μέσα από την ιστορία ενός αδύναμου άντρα (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν) που διατάζεται να δολοφονήσει τον παλιό του καθηγητή, έναν αντιφασιστή που ζει σε εξορία στο Παρίσι.

Πάνω σε αυτή ακριβώς την εσωτερική πάλη ο Μπερτολούτσι δηλώνει λίγα χρόνια αργότερα σε συνέντευξη στο Rolling Stone: «Νομίζω πως ο μέσος άνθρωπος είναι φασιστικός. Όλοι οι χαρακτήρες μου είναι συνηθισμένοι άνθρωποι που έχουν συναίσθηση του πόσο συνηθισμένοι είναι, και νιώθουν άβολα με αυτή τη συνειδητοποίηση. Όλοι οι χαρακτήρες μου είναι καταδικασμένοι, αλλά δεν είναι το Πεπρωμένο που τους καταδικάζει, αλλά το ασυνείδητό τους.» Όταν ρωτάται αν θεωρεί πως είναι δυνατόν το άτομο να απελευθερωθεί, ο Μπερτολούτσι απαντά: «Φυσικά. Αλλά με ενδιαφέρει περισσότερο να δείξω τη διαδικασία της απελευθέρωσης από την ίδια την απελευθέρωση.»

– στην απονομή του αστεριού του στο Hollywood Walk of Fame –

Ο ‘Κομφορμίστας’, μέσα την του αισθητική αξία (είναι μια από τις σπουδαιότερες εξάλλου δουλειές του μεγάλου διευθυντή φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο, ο οποίος επαναστατεί στη χρήση των χρωμάτων), την δομή της αφήγησης και την σύγκρουση ψυχολογίας και πολιτικής, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητης αξίας αριστούργημα όσο και βασική επίδραση στη μεγάλη γενιά του νέου Χόλιγουντ των ‘70s.

Σταδιακά κι ο ίδιος ο Μπερτολούτσι άρχισε να γίνεται πιο διεθνής, εν μέρει λόγω ανάγκης εξεύρεσης συμπαραγωγών (και) εκτός Ιταλίας. Το ‘Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι’ του 1972 γίνεται ανάρπαστο στην πρώτη του προβολή στις ΗΠΑ, με την διάσημη κριτικό Πολίν Κέιλ να δηλώνει πως «άλλαξε το πρόσωπο μιας μορφής τέχνης», μάχες πάνω στο περιεχόμενο του φιλμ να μαίνονται ως και σήμερα, πολλές χώρες να λογοκρίνουν σκηνές. Παραμένει αναμφίβολα η διασημότερη ταινία του σκηνοθέτη.

Η ηθοποιός Μαρία Σνάιντερ, τότε 19 χρονών, δήλωσε μετέπειτα πως ένιωσε «λίγο βιασμένη» μετά τη διαβόητη σκηνή με το βούτυρο, για την οποία ο Μπερτολούτσι κι ο Μπράντο αποφάσισαν να μη της πουν ακριβώς τι θα συνέβαινε (ο βιασμός υπήρχε στο σενάριο- το βούτυρο όχι) για να έχουν μια “πιο αυθεντική αντίδραση”. Ο Μπερτολούτσι δήλωσε πριν λίγα χρόνια πως αισθάνεται ένοχος, αλλά δεν το μετανιώνει. Η Σνάιντερ δεν ξεπέρασε ποτέ τις ψυχολογικές επιπτώσεις των γυρισμάτων της ταινίας. Ο Μπερτολούτσι κι ο Μπράντο προτάθηκαν αμφότεροι για Όσκαρ.

Το ‘1900’ του 1976 εξιστορεί τη φιλία δύο αντρών από διαφορετικές τάξεις (ΝτεΝίρο και Ντεπαρτιέ) και παρατηρεί μέσα από τα μάτια τους την πάλη φασισμού και κομμουνισμού στην Ιταλία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Ένα εντυπωσιακό διεθνές καστ ηγείται αυτού του ιστορικού έπους που ενισχύει τη θέση του Μπερτολούτσι στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα ως ενός δημιουργού με μοναδική ικανότητα να συνδέει το φορμαλισμό, την ομορφιά των εικόνων, την αφηγηματική δεξιότητα και την πολιτική σκέψη.

– στις Κάννες για την πρεμιέρα του ‘1900’ –

Ένα χρόνο μετά, με τον διάσημο ‘Τελευταίο Αυτοκράτορα’ κατακτά το Χόλιγουντ. Ανεξάρτητη συμπαραγωγή που χρειάστηκε 3 χρόνια να ολοκληρωθεί, το βιογραφικό φιλμ για τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας γίνεται η πρώτη ταινία στην ιστορία που παίρνει άδεια για γυρίσματα μέσα στην αληθινή Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου, ενώ σαρώνει στα Όσκαρ κερδίζοντας και τα 9 για τα οποία προτείνεται. (Μεταξύ των οποίων Ταινίας και Σκηνοθεσίας, για τον ίδιο τον Μπερτολούτσι.)

Ο “Αυτοκράτορας” αποτελεί κι ένα ουσιαστικό αποκορύφωμα για τον δημιουργό, που συνεχίζει να σκηνοθετεί και τα επόμενα χρόνια φιλμ που δε σταμάτησαν ποτέ να αναζητούν την ομορφιά, από τον “Μικρό Βούδα” και το ‘Sheltering Sky’ ως, ναι, την ‘Κλεμμένη Ομορφιά’.

– στις Κάννες με τη Liv Tyler για την πρεμιέρα του ‘Κλεμμένη Ομορφιά –

Η ωραιότερη όμως ταινία του τα τελευταία 30 χρόνια είναι, συνεπέστατα, εκείνη που τον γυρίζει πιο κοντά στα φιλμ που τον ανακοίνωσαν ως auteur, πίσω στα ‘60s. Το άνισο, σπουδαίο ‘Οι Ονειροπόλοι’ του 2003 επιστρέφει στo 1968 με φόντο τις φοιτητικές εξεγέρσεις, και ακολουθεί έναν αμερικάνο φοιτητή στο Παρίσι που μπλέκεται σε ένα ερωτικό τρίγωνο με δυο σινεφίλ αδέρφια (Εύα Γκριν, Λουί Γκαρέλ).

Έχοντας ζήσει μια ολόκληρη ζωή, επιστρέφει πίσω στο -περίπου- ξεκίνημα, ξανά ανάμεσα στον εκρηκτικό συνδυασμό πολιτικής και σεξ, σα να προσπαθεί κι ο ίδιος να ανακαλύψει αν μπορούμε να τα ανακαλύψουμε ξανά όλα από την αρχή, σαν όντα ερωτικά και κοινωνικά.

Το σύνολο του έργου του, θα είναι πάντα εκεί, για να μας το θυμίζει.

Φωτογραφίες: Associated Press