ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ

Η Ευρώπη πονά και αγαπά: Godard, Pawlikowski και το υπόλοιπο Διαγωνιστικό ως τώρα

Μια ματιά στις ταινίες του Διαγωνιστικού από το πρώτο 4ήμερο των Καννών, με Asghar Farhadi, Jia Zhangke, και Javier Bardem-Penelope Cruz στην Ισπανική επαρχία.

Το PopCode σας μεταφέρει στην Κρουαζέτ με καθημερινές ανταποκρίσεις από το 71ο Φεστιβάλ Καννών. Ταινίες, εικόνες και πρόσωπα του Φεστιβάλ θα βρίσκονται εδώ από τις 8 ως τις 19 Μαΐου.

***

Μπορεί να είναι η αϋπνία που μιλάει, αλλά νιώθω σαν το Διαγωνιστικό των Καννών φέτος να προσπαθεί να μας μιλήσει. Μιλάει για μια γηραιά Ευρώπη που κάπου μες στον 20ό αιώνα (στα μεταπολεμικά ‘50s του ‘Cold War’, στην απομόνωση των πρώιμων ‘80s του ‘Leto’) έχασε τη μεγάλη επανάσταση (σε αφήγηση Jean-Luc Godard στο ‘Le Livre D’ Image’) και καθηλώθηκε σε θεσμούς και στο παρελθόν, διατηρώντας μια άκρως τεταμένη σχέση με τον αραβικό κόσμο, και δίνοντας τη σκυτάλη της εξέλιξης στην ανατολή, σε μια Κίνα που (όπως αποτυπώνεται στο ‘Ash Is Purest White’ του Jia Zhangke) αναπτύσσεται γρηγορότερα από ό,τι οι άνθρωποί της μπορούν συναισθηματικά να διαχειριστούν.

Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις, ο κοινός παρονομαστής είναι ο εγκλωβισμός των ανθρώπων όπως εκφράζεται μέσα από βουβές, αδιέξοδες ερωτικές ιστορίες που συμβολίζουν πράξεις αντίστασης, πράξεις απόδρασης, πράξεις επιβίωσης, αλλά μοιάζουν πάντα καταδικασμένες. Πράγματι, σε αυτές τις πρώτες 4 μέρες του Φεστιβάλ, οι έρωτες υποφέρουν παντού, σε κάθε χρονική περίοδο, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Δύσκολοι καιροί για ερωτευμένους, υποθέτω.

Όπως καταλαβαίνετε, το κέφι παραμένει αμείωτο στις Κάννες.

Μία σημαντική διαφορά σε σχέση με πέρσι, ωστόσο; Δεν έχουμε γιούχες. Είναι επειδή οι δημοσιογραφικές πήγαν μετά τις επίσημες πρεμιέρες (μια κίνηση την οποία τρέμαμε όλοι σε επίπεδο πρακτικών συνεπειών αλλά ως τώρα φαίνεται να λειτουργεί μια χαρά); Είναι επειδή οι ταινίες είναι καλύτερες; Είναι επειδή τα ονόματα είναι λιγότερο βαριά και δημιουργούν πιο χαλαρές προσδοκίες; Είναι επειδή η Ευρώπη… [*εξαιρετικά Godard φωνή*] έχασε την επανάσταση; [/φωνή]. Ό,τι και να είναι χαίρομαι για αυτό γιατί σιχαίνομαι τη γιούχα, ειδικά όταν υπάρχει πάντα η απολύτως διακριτική (και απολύτως πρακτική!) εναλλακτική του να σηκωθείς να φύγεις με ύφος πλήρους γαλλικής ξινίλας στο πρόσωπο.

Περνάμε χωρίς λοιπές καθυστερήσεις στην ανασκοπική ματιά του Διαγωνιστικού ως τώρα. Φέτος έχουμε 21 ταινίες να διαγωνίζονται για τον Χρυσό Φοίνικα, οπότε ένα πλάνο είναι να κάνω ένα μαζευτικό κάθε 7. Στην πράξη θα είναι κάθε 5-6 γιατί δεν προλαβαίνω να τις δω όλες, αλλά τελοσπάντων περίπου ανά 4ήμερο βγαίνει ένα χορταστικό ποστ. Ξεκινάμε με την ταινία έναρξης και συνεχίζουμε χρονολογικά μέχρι τη χθεσινοβραδινή πρεμιέρα.

EVERYBODY KNOWS

Η προηγούμενη ταινία του Asghar Farhadi: Το ‘Salesman’ βραβεύτηκε με Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας, που είναι η δεύτερη τέτοια διάκριση για ταινία του Asghar Farhadi. Πρώτη φυσικά είναι το ‘A Separation’. Κοινός παράγοντας σε όλα τα φιλμ του σκηνοθέτη, τουλάχιστον αυτά που διαδραματίζονται στο Ιράν, είναι το πώς χρησιμοποιεί τους απάνθρωπους γραφειοκρατικούς και μη μηχανισμούς μιας κοινωνικής δομής σε κατάρρευση για να αφηγηθεί αδιέξοδες προσωπικές ιστορίες όπου το δράμα εκφράζεται με όρους ψυχολογικού θρίλερ. Όταν είναι καλός είναι ΚΑΛΟΣ.

H φετινή: Κι όταν είναι κακός βέβαια καλός είναι, υπό μία έννοια, όπως συμβαίνει με τη φετινή του ταινία. Η οποία είναι συρραφή από αφηγηματικά όπλα του σκηνοθέτη τα οποία χρησιμοποιεί χωρίς μέτρο (και χωρίς ιδιαίτερη έγνοια, νομίζω) σε μια ιστορία που θα μπορούσε να αποτελεί generic μελόδραμα. Νιώθω πως ο Farhadi στις ιστορίες μακριά από τον τόπο του (όπως αυτή, που διαδραματίζεται στην Ισπανία) περνά σε ένα εντελώς τουριστικό mode το οποίο φυσικά το σέβομαι επειδή εντάξει, ποιος τα δίνει πάντα όλα, μη γελιόμαστε. Ο Bardem κι η Cruz είναι όσο ταιριαστά (υπερ)δραματικοί χρειάζεται για να κουβαλήσουν την ταινία, η οποία ξέρει ακριβώς πόσο χρειάζεται να προσπαθήσει ώστε να είναι λειτουργική και ικανοποιητικά με έναν εντελώς ‘ελάχιστος κοινός παρονομαστής, πάω χαλαρό σινεμαδάκι και μετά φαγητό όπου μιλάω για οτιδήποτε εκτός από την ταινία’ τρόπο.

Περισσότερα στο report της έναρξης του Φεστιβάλ.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Υπάρχει ένα σημείο που ένα Μεγάλο Μυστικό αποκαλύπτεται κι ο Javier Bardem κρατά το στέρνο του καρφώνοντας το συνομιλητή του με ένα βλέμμα που διαρκεί για τα επόμενα 4-5 πλάνα και κάθε φορά που τον βλέπαμε ακούγονταν περισσότερα σποραδικά γελάκια μες στην αίθουσα, ήταν ταυτόχρονα αστείο και δραματικό και πετυχημένο και πλήρης ένδειξη του γιατί ο Bardem είναι όντως καλός σε αυτή την ταινία.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Πέρσι σε αυτό το section αναρωτιόμασταν αν ο Will Smith θα ήθελε να πρωταγωνιστήσει σε ριμέικ του κάθε φιλμ του Διαγωνιστικού, φέτος δεν έχουμε Will Smith αλλά έχουμε την πιο αστεράτη κριτική επιτροπή όλων των εποχών οπότε θα αναρωτιόμαστε σε ποιον ή ποια από τα μέλη άρεσε η ταινία περισσότερο. Κι ενώ επιφανειακά το ‘Nobody Knows’ μοιάζει με κάτι που θα άρεσε στον Zvyagintsev (ή ίσως τον έκανε να μονολογήσει «περίμενε, το έκανα κι εγώ αυτό πέρσι!») νομίζω πως τελικά είναι αρκετά στρωτό οικογενειακό μελόδραμα και η Ava DuVernay αυτό το στηρίζει.

YOMEDDINE

Η προηγούμενη ταινία του A.B. Shawkey: Καμία. Είναι το μόνο σκηνοθετικό ντεμπούτο του φετινού Διαγωνιστικού. (Πέρσι δεν υπήρχε κανένα.)

H φετινή: Είναι ένα αιγυπτιακό feelgood road/buddy movie για έναν λεπρό που συναντά ένα παιδάκι που το λένε Obama και ξεκινούν μαζί σε ένα γαϊδουράκι για να βρούνε την οικογένεια του μικρού. Είναι το χαριτωμενίστικο Sundance movie των Καννών, η ‘little-miss-sunshine-παύλα-beasts-of-the-southern-wild’ ταινιούλα που θέλει να σε απογειώσει με το συναίσθημα και με την «ω, μα για δες!» οπτική οριακού μαγικού ρεαλισμού. Σέβομαι τρομερά κάθε ταινία αρκετά περίεργη και διαφορετική ώστε να ξεσηκώνει κύματα «μα γιατί βάλανε αυτή την ταινία στο Διαγωνιστικό;!» αποριών, αλλά πραγματικά αυτή η ταινία δεν είχε δουλειά στο Διαγωνιστικό. Ψιλοκαταλαβαίνω γιατί μπήκε, αλλά όχι. Στην Ελλάδα μπορεί να βγει με τίτλο «Ντέι Βρε Γαϊδαράκο, Ντέι». (Ή «Ο Λεπρός Και ο Obama», εφετζίδικο.)

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Κάθε φορά που ο λεπρός και ο Obama φεύγουν από την κάθε στάση της διαδρομής τους και ξεκινούν πάλι το ταξίδι ακούγεται η ίδια τύπου ‘χαριτωμένο μπάντζο’ uplifting μουσική, που στην αρχή μου άρεσε, μετά με κούρασε και μέχρι το τέλος της ταινίας με είχε σχεδόν κάνει να θέλω να δολοφονήσω τους γύρω μου, σαν sleeper agent που ενεργοποιείται ο κρυφός του προγραμματισμός.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Στην Jessica Chastain από πέρσι.

LETO

Η προηγούμενη ταινία του Kirill Serebrennikov: Το εκπληκτικό ‘The Student’, όπου ο Μαθητής του τίτλου μετατρέπεται σε κοινωνικό τέρας του οποίου ο θρησκευτικός φανατισμός οδηγεί στην καταστροφή κάθε τι βρεθεί στην τροχιά του.

H φετινή: Γράψαμε αναλυτικά για την ταινία και για την περίπλοκη περίπτωση του σκηνοθέτη μετά την πρεμιέρα.

«Αντιγράφοντας ήχους, λουκ και lifestyle των παράνομων μουσικών τους προτύπων, οι ροκ αντιστασιακοί του Serebrennikov αναζητούν ταυτότητα και συνείδηση μέσα από την ίδια την ιδέα της αντιγραφής, κάτι απολύτως συνεπές και αναγκαίο για τη γενιά που εκπαιδεύτηκε πολιτιστικά μέσα από τα bootleg. (Ο Kiarostami θα το διασκέδαζε!) Η ροκ διεισδύει μέσα στην πολιτιστική απομόνωση με τον ίδιο τρόπο που ο σκηνοθέτης μεταπηδά συχνά-πυκνά σε μουσικές φαντασιώσεις, αποδράσεις που -όπως πάντα φροντίζει να μας θυμίζει- «δεν συνέβησαν ποτέ». Όλο και κάποιος στη διάρκεια του Καλοκαιριού θα τολμήσει να ρίξει στο τραπέζι την ιδέα της απόδρασης, του ‘να πάρουμε τα ταλέντα μας και να πάμε στο εξωτερικό’- δεν είναι παρά γλυκόπικρες στιγμές ονείρου, καθότι η ροή των ιδεών είναι από έξω προς τα μέσα. Οι ‘μέσα’ το ξέρουν κι αυτοί μάλλον καλά. Για αυτούς η ροκ, η τέχνη γενικότερα, δεν είναι ένας τρόπος ανάδειξης αλλά περισσότερο ένας μονόδρομος έκφρασης και αντίδρασης.»

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Σε μια σκηνή τρένου ένας επιβάτης καταφέρεται εναντίον των νεαρών πανκ και τους κατηγορεί πως αναπαράγουν τραγούδια του εχθρού της πατρίδας. «Οι Sex Pistols είναι εργατική τάξη, δεν είναι ο εχθρός», απαντά ο ροκ ταραξίας πριν ξεσπάσει σε μια φαντασιακή ερμηνεία του ‘Psycho Killer’.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Δηλαδή θέλω να πω το ξέρω πως είναι φουλ στερεοτυπικό αυτό επειδή είναι ο Ρώσος της Επιτροπής, αλλά πραγματικά πιστεύω πως η αντιδραστικότητα του φιλμ απέναντι στον καθεστωτικό έλεγχο θα μίλησε στον Zvyagintsev που επίσης κάνει κοινωνικές ταινίες για την κατάσταση στη Ρωσία. (Δε ξέρω αν ήταν σαφές αλλά το ‘Loveless’ ήταν συμβολικό.)

COLD WAR

Η προηγούμενη ταινία του Pawel Pawlikowski: Το ‘Ida’ που το έκανε το σουξεδάκι του, ήταν κέρδισε Όσκαρ Ξενόγλωσσου (και ήταν υποψήφιο και για Φωτογραφίας, αμέ).

H φετινή: Η ασπρόμαυρη περιήγηση σε μελαγχολικούς ή καταδικασμένους έρωτες της Ευρώπης του 20ού αιώνα συνεχίστηκε και μια μέρα μετά τον Serebrennikov. Το κάδρο του Pawlikowski παραμένει 4:3 σε ασπρόμαυρο και η διάρκεια της ιστορίας εξακολουθεί να παραμένει κάτω των 90 λεπτών- στοιχεία που δίνουν όλα στις ταινίες του μια αίσθηση μελαγχολίας και έλλειψης που αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες των παγιδευμένων ηρώων του.

Ο Wiktor αναζητά ταλέντα για ένα τρουπέ φολκ μουσικής στην Πολωνία του 1949 και εκείνη που κερδίζει την προσοχή του είναι η Zula (Joanna “Καμία Jennifer Lawrence” Kulig, φανταστικά ψυχρή και αποστασιοποιημένη καθόλη σχεδόν τη διάρκεια της ταινίας) η οποία κουβαλά τα δικά της τραύματα και τη δική της επιθυμία για απόδραση από τη ρημαγμένη της χώρα. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα ρομάτζο που διατρέχει δεκαετίες και περνά τα σύνορα μισής ντουζίνας χωρών της μεταπολεμικής Ευρώπης σε 80 μόλις λεπτά κινηματογραφικού χρόνου, για δύο εραστές των οποίων οι ζωές μοιάζουν κολλημένες η μία με την άλλη αλλά ποτέ δεν βρίσκονται εκεί που πρέπει όταν πρέπει- πάντα θα τρέχουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις ή θα προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι διαφορετικό.

Η αίσθηση ρυθμού του Pawlikowski κάνει ετούτη να είναι η σπάνια φεστιβαλική ταινία που ευχόσουν να διαρκούσε ακόμα περισσότερο και τα κάδρα του Lukasz Zal (υποψήφιος για Όσκαρ διευθυντής φωτογραφίας του «Ida») αξίζουν ένα Διαγωνιστικό τμήμα από μόνα τους. Το πρώτο μισάωρο ειδικά είναι κινηματογραφικός παράδεισος, από ένα σημείο και μετά η ιστορία εξελίσσεται εντελώς σχηματικά, προβλέψιμα και με μπόλικα κλισέ, όμως ποτέ δεν παύει να είναι αυτό που πίνοντας ένα ποτάκι με τους φίλους θα λέγαμε, «Καλό Σινεμά, Φίλε». Πιστεύω θα πάρει κάποιο από τα βραβεία.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Σε μια σκηνή της πρώτης πράξης της ταινίας ο Wiktor κοιτάζει μια αίθουσα χορού ενώ κάθεται πλάτη σε ένα τεράστιο καθρέφτη ο οποίος αντικατοπτρίζει μες στο κάδρο όλο τον κόσμο της αίθουσας και μόλις το είδα αυτό το πράγμα κόντεψα να πέσω στο πάτωμα του σινεμά.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Θα έλεγα τον Denis Villeneuve αλλά πιστεύω μπορεί να συγχυζόταν από το πόσο γρήγορα κυλούσε (Denis αν μας διαβάζεις σε λατρεύω, τα λέω όλα με αγάπη), οπότε γιατί όχι, θα πω Robert Guédiguian, o Guédiguian μοιάζει με το είδος του σκηνοθέτη που θα έβλεπε το ‘Cold War’ και θα έσφιγγε με σιγουριά τα χείλη και θα έκανε ένα μικρό καταφατικό γνέψιμο στον διπλανό του μετά το τέλος της ταινίας, σα να θέλει να πει -ναι, το μαντέψατε- «Καλό Σινεμά, Φίλε».

LE LIVRE D’IMAGE

Η προηγούμενη ταινία του Jean-Luc Godard: Το ‘Goodbye to Language’, αν και ετούτο εδώ προσωπικά το βρήκα πολύ πιο κοντά στο αμέσως προηγούμενο γκονταρικό film essay, το ‘Film Socialisme’.

H φετινή: Από τη φύση της κιόλας δε νομίζω πως θα δούμε πιο προκλητική ταινία στο φετινό Φεστιβάλ, ο Godard στα 88 συνεχίζει να μην ηρεμεί δευτερόλεπτο και να μιλά για το παρελθόν, την Ιστορία και τη φιλοσοφία πειραματιζόμενος με την εικόνα και τον ήχο σα να ήταν 20χρονος. Στη νέα του ταινία ενώνει μεταξύ τους κατά κύριο λόγο φιλμικές εικόνες από το ‘Salo’ και τον Fellini μέχρι τον Michael Bay, το ‘Syriana’ και εικόνες δελτίων ειδήσεων, αποχρωματίζει, καίει, σταματά και ξαναρχίζει την εικόνα εξερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους ενισχύει, αλλάζει, καλύπτει, υποκαθιστά τα λόγια ως μέσο μετάδοσης ιδεών. Μιλά για τη μετάβαση από το γραπτό λόγο στην εικόνα ως κυρίαρχη μορφή τέχνης αλλά και μορφής σκέψης, ως γλώσσας.

«Τα λόγια δε θα είναι ποτέ γλώσσα» λέει σε ένα από τα πολλά αφηγηματικά του αποσπάσματα, καθώς μιλά πεσιμιστικά για τις αποτυχημένες επαναστάσεις («δεν είμαστε ποτέ αρκετά στεναχωρημένοι για γίνει καλύτερος ο κόσμος» αλλά και «όσο με αφορά, θα είμαι πάντα με βόμβες») και την διαρκή κοινωνική ήττα στα χέρια του καπιταλισμού («είμαι πάντα με τους φτωχούς, γιατί έχουν χάσει») μέσα από χρωματικά κορεσμένες εικόνες όπου τα οπτικά στοιχεία ενός φιλμικά ένδοξου όσο και παρηκμασμένου 20ου αιώνα (θα μπορούσε να ονομάζεται «Κοσμικά Παρτάκια Στην Αγία Πετρούπολη») αποτυπώνονται σε αποχρώσεις μπλε, κόκκινου και λευκού, αλλά και για τη σχέση Δύσης και αραβικού κόσμου – πάντα σε συνάρτηση με την εικόνα. Και μιλά για την απεικόνιση, την εκπροσώπηση, και το πώς είναι πάντα αναγκαστικά συνδεδεμένη με τη βία ενάντια εκείνου που εκπροσωπείται. Ο Godard είναι τρομερά απαισιόδοξος και καταδικαστικός και εξωφρενικά βίαιος στις ιδέες του (και douchebag κιόλας, δηλαδή σήκω άνοιξε την πόρτα στην Varda, κάπου ξερωγώ μην είσαι τελείως γαϊδούρι) όμως χρησιμοποιεί το στάτους του και τη φιλμική γλώσσα με έναν τρόπο που κανείς δεν τολμά.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Θα χρησιμοποιήσω αυτό το χώρο για κάποια προσωπικά νέα,

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Η Kristen Stewart, σκηνοθέτης του αβάν γκαρντ φιλμ μικρού μήκους ‘Come Swin’, θα έχασε τον κόσμο της με αυτή την ταινία.

ASH IS PUREST WHITE

Η προηγούμενη ταινία του Jia Zhangke: Στο ‘Mountains May Depart’ ο σημαντικότερος κοινωνικός κινηματογραφιστής της Κίνας, αφηγήθηκε μια ιστορία σε τρεις πράξης, μία παρελθοντική, μία παροντική, και μία μελλοντική. Είναι ο δημιουργός εκείνος που με μεγαλύτερη συνέπεια από οποιονδήποτε άλλον, μας μιλά διαρκώς για το μέλλον που συνεχώς έρχεται και συνεχώς δεν είμαστε έτοιμοι για αυτό.

H φετινή: Είναι η ταινία που μόλις είδα και νομίζω η πιο πυκνή όλων, οπότε είναι πραγματικά φρικτή η ιδέα που είχα να γράψω σήμερα αυτό το ποστ, αλλά τελοσπάντων. Λίγο γκανγκστερική ιστορία, λίγο επαρχιακό μυστήριο, λίγο αδιέξοδη ιστορία αγάπης και 100% κοινωνική ακτινογραφία μιας χώρας σε μια διαρκή κατάσταση μετάβασης, το ‘Ash Is Purest White’ είναι ένα ακόμα αριστούργημα του Zhangke, για μια γυναίκα που μπαίνει στη φυλακή ύστερα από μια βίαιη πράξη προστασίας του αγαπημένου της, μόνο για να βρει τα πράγματα εντελώς διαφορετικά όταν βγει πάλι ελεύθερη.

Δανείζεται πολλά από τη δομή της προηγούμενης ταινίας του, ξεκινώντας 17 χρόνια στο παρελθόν και πηδώντας στο χρόνο για να φτάσει ως το σήμερα, επανερχόμενος στη μόνιμη θεματική του περί σχέσης μοντερνισμού, καπιταλισμού και παράδοσης στο κινέζικο τοπίο. Οι χαρακτήρες του μοιάζουν πάντα μα πάντα να μην ανήκουν στα κάδρα όπου εμφανίζονται, λες και τα πάντα εκφραστικά και ζωντανά background του τα έχει ρίξει σε green screen. Το περιβάλλον τους μεταβάλλεται ραγδαία με τρόπο πλήρη και αναπόφευκτο, από συσκευές στα χέρια τους που αλλάζουν την κινησεολογία και τον τρόπο που κοιτάζονται μεταξύ τους (και που -αντίστοιχα- κινείται η κάμερα καταγράφοντας την επικοινωνία τους) μέχρι τα κτίρια γύρω τους, μέχρι μια κάποια άπιαστη μελλοντική αίσθηση. Κάθε πράξη φλερτάρει με διαφορετικό genre, αλλά όλες τους έχουν σαν άγκυρα την καθηλωτική ερμηνεία της Zhao Tao που κυκλοφορεί μες στην ταινία σαν φάντασμα που δεν ανήκει σε καμία από τις εποχές αλλά είναι αναγκασμένο να τις ζήσει όλες.

Η ταινία, όπως όλες του σκηνοθέτη, κοιτάζει το μέλλον με ένα τρόπο μοναδικό, μέσα από σχεδόν πλήρη ακινησία, χωρίς φλας, χωρίς εφέ, χωρίς τίποτα το αληθινά μελλοντολογικό στην αφήγησή του. Ακόμα και η παραμικρή υπόσχεσης προσπέρασης κάποιου νοητικού ή οπτικού συνόρου (εξωγήινοι! ηφαίστεια! συμμοριτοπόλεμοι! έρωτες!) μας αφήνει διαρκώς ξεκρέμαστους με μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Ο Zhangke μιλά για ένα μέλλον που είναι διαρκώς εδώ, κάθε στιγμή της ύπαρξής μας, και για το πώς ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε έτοιμοι για αυτό.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Μια σκηνή μετά την αποφυλάκιση της Zhao Tao, που ύστερα από λίγη περιπλάνηση παύλα αναζήτηση στην επαρχία κάθεται και τρώει, και τρώει, και τρώει, και γενικά είναι εκπληκτική ταινία φαγητού, κάτι που πάντα είναι χρέος μου να αναφέρω όταν συμβαίνει. Επίσης έβλεπα την ταινία με παντελώς άδειο στομάχι ύστερα από ένα διαδοχικό 9ωρο ανάμεσα σε αίθουσες και ουρές, οπότε καταλαβαίνετε σε τι κατάσταση ήμουν όταν την έβλεπα να τρώει, σαν βγω από αυτή τη φυλακή, σκεφτόμουν, θα τσακίσω το πρώτο μπέργκερ που θα βρω μπροστά μου. (Κάτι που και έκανα.)

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Στην Cate Blanchett γιατί βλέποντάς το πιστεύω πως 50% θα θαύμαζε τη Zhao και 50% θα σκεφτόταν «εντάξει, αλλά τό’χω». Πρώτο τεράστιο φαβορί για βραβείο γυναικείας ερμηνείας, πιστεύω.

Παράπλευρες απώλειες

Είπα ένα sorry, angel στο ‘Sorry Angel’ του Christophe Honoré (για μια γκέι ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στα ‘90s) επειδή την ίδια ώρα ήθελα να δω ένα πολύ ενδιαφέρον ντεμπούτο στο παράλληλο τμήμα της Semaine, το ‘Sauvage’, επιλογή που πολύ χαίρομαι που έκανα βλέποντας το φιλμ και μιλώντας με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή την επόμενη μέρα.

Σύντομα θα το διαβάσετε κι αυτό, άμα θέλετε φυσικά.

Το Διαγωνιστικό συνεχίζεται με το τρομερά πολυαναμενόμενο (από εμένα σίγουρα) ‘Girls of the Sun’ της Eve Husson και τις επόμενες μέρες ανεβάζουμε στροφές με Spike Lee, Jafar Panahi κι άλλους δυναμίτες. Θα τα λέμε όλα εδώ, σταθερά.

Το PopCode θα σας μεταφέρει κριτικές, συνεντεύξεις και νέα από το 71ο Φεστιβάλ Καννών καθημερινά, από τις 8-19 Μαΐου.

|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του PopCode.

ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΚΑΝΝΕΣ:

Όλη η ενότητα της ανταπόκρισης
#FreeKirill: Πώς ένας Ρώσος κρατούμενος σκηνοθέτης έστειλε στις Κάννες ένα ροκ μιούζικαλ
Οι 12 ταινίες που περιμένουμε περισσότερο να δούμε φέτος
Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές των 70ών Καννών μιλούν στο PopCode (Λάνθιμος! Ostlund! Ramsay! Baker! Pattinson!)
Όλες οι ταινίες που περιμένουμε στις Κάννες μέσα από τις αφίσες τους
Οι Κάννες γυρνάνε σελίδα και το PopCode θα είναι εκεί
Κάννες 2018: Η φετινή επιτροπή είναι τα πάντα