REVIEWS

H “Αλίτα: Άγγελος της Μάχης” είναι η περιπέτεια που για χρόνια προσπαθούσε να γυρίσει ο Τζέιμς Κάμερον

Bλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα η “Αλίτα” προσφέρει δράση και η “Καπερναούμ” κοινωνικό δράμα, αλλά η πιο περίεργη ταινία της εβδομάδας είναι η “Νηπιαγωγός” με τη Μάγκι Τζίλενχαλ.

Σάλο στις τάξεις της κινηματογραφικής βιομηχανίας προκάλεσε η ανακοίνωση της Ακαδημίας για 4 κατηγορίες των οποίων τα Όσκαρ θα απονεμηθούν εκτός της λάιβ μετάδοσης, ανάμεσα στα οποία Φωτογραφία και Μοντάζ. Πολλοί διάσημοι δημιουργοί και ηθοποιοί έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους, με τον Αλφόνσο Κουαρόν να τονίζει πως έχουν υπάρξει αριστουργήματα χωρίς ήχο, χωρίς χρώμα, χωρίς ηθοποιούς, χωρίς στόρι, αλλά κανένα χωρίς φωτογραφία και μοντάζ. Είναι τα δύο στοιχεία που κάνουν τον κινηματογράφο αυτό που είναι, κάτι παραπάνω από λέξεις σε ένα χαρτί ή ηθοποιούς σε ένα πλατό.

Σε άλλα βραβειακά νέα, η “Ευνοούμενη” (που έχει φτάσει ήδη τις 50,000 εισιτήρια στην Ελλάδα μετά από λίγες μέρες ευρείας κυκλοφορίας) κέρδισε 7 BAFTA, ανάμεσα στα οποία Σενάριο και Καλύτερη Βρετανική Ταινία. Το “Ρόμα”, που παραμένει το μεγάλο φαβορί για το νταμπλ σε Ταινία-Σκηνοθεσία, επικράτησε σε αυτές τις δύο κατηγορίες και στα βρετανικά βραβεία, ενισχύοντας τη θέση του ενόψει Όσκαρ.

Τέλος, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου η νέα ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα, “Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών”, ένα επαρχιακό νουάρ με μια απροσδιόριστη μεταφυσική αύρα, με την Αγγελική Παπούλια ως αστυνομική διοικητή που ξεφτιλίζει τους γύρω της με την ευκολία που κανείς απλώς αναπνέει, και με τον Φοίβο (τον γνωστό Φοίβο, των ‘90s) να γράφει νέα τραγούδια και μουσική ειδικά για την ταινία. Περισσότερα σύντομα, δια στόματος του ίδιου του σκηνοθέτη, που μας μίλησε στο Βερολίνο.

Οι κριτικές της εβδομάδας:

Αλίτα: Ο Άγγελος της Μάχης ***

(“Alita: Battle Angel”, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, 2ω2λ)

Καστ: Ρόζα Σαλαζάρ, Κριστόφ Βαλτς, Μαχερσάλα Άλι, Τζένιφερ Κόνελι

Η προηγούμενη ταινία του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ: Ακόμα κι οι φανς του μεξικάνου σκηνοθέτη θα έπρεπε να σιγουρευτούν γι’αυτό, μιας κι ο Ροντρίγκεζ, ασταμάτητος στη διάρκεια των ‘90s και των ‘00s (με αποκορύφωμα τη συνεργασία του με τον Ταραντίνο στο “Grindhouse”), έχει να γυρίσει ταινία από το κακό σίκουελ του “Sin City” το 2014. Στο ενδιάμεσο έχει βέβαια γυρίσει το “100 Years” με τον Τζον Μάλκοβιτς, μια ταινία που θεωρητικά θα κυκλοφορήσει το 2115. Πολύ αισιόδοξο το τιμ ότι ο κόσμος θα έχει επιβιώσει ως τότε.

Η ουσία είναι πως ο Ροντρίγκεζ έχει υπάρξει από τους κατεξοχήν δουλευταράδες σκηνοθέτες της έκρηξης του ανεξάρτητου σινεμά στα ‘90s, έστω και κινούμενος σε ένα πιο περιθωριακό και pulp περιεχόμενο, με ταινίες σαν το “From Dusk Till Dawn”, το “Faculty” και το “Desperado”, την οικογενειακή του τετραλογία “Spy Kids” και φυσικά τα “Sin City” και “Planet Terror”. Αυτό για το οποίο τον γνωρίσαμε εξαρχής ήταν η ικανότητά του να παράγει μπλοκμπάστερ περιεχόμενο ακόμα και με πολύ περιορισμένο μπάτζετ, πάντα ψαχουλεύοντας στα όρια των υπάρχοντων μέσων και τεχνολογιών.

H καινούρια: Το “Αλίτα”, μια διασκευή διάσημου manga για ένα θηλυκό cyborg που αναγεννάται σε ένα μέλλον ακραίων ταξικών διαφορών (ακόμα πιο ακραίων δηλαδή) αλλά δε μπορεί να θυμηθεί τίποτα για το παρελθόν της και ξεκινά μια περιπέτεια για να ανακαλύψει την προέλευσή της, υπήρξε πάθος του Τζέιμς Κάμερον για χρόνια. Όταν ο σκηνοθέτης του “Avatar” αποφάσισε να εστιάσει στα 4 σίκουελ του θρυλικού του μπλοκμπάστερ, παρέδωσε τα ηνία του πρότζεκτ στον Ροντρίγκεζ.

Και πώς είναι: Η πρώτη ερώτηση που ευνόητα μπορεί να γίνει είναι “πόσο εύκολο ήταν να συνηθίσεις οπτικά την κεντρική ηρωίδα;”, μιας και η Ρόζα Σάλαζαρ ερμηνεύει την Αλίτα, το cyborg του τίτλου, μέσω της performance capture τεχνικής αντίστοιχης με τη δουλειά του Άντι Σέρκις στους νέους “Πλανήτες των Πιθήκων”. Η ηρωίδα της είναι πλήρως CGI αλλά και ταυτόχρονα πλήρως ερμηνευμένη. Η απάντηση στο ερώτημα είναι πως, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνεις καν πως βλέπεις κάτι αταίριαστο. Η σύνθεση ψηφιακού και live action είναι όσο τεχνικά αιχμηρή και οπτικά αβίαστη θα περίμενε κανείς από μια παραγωγή του Τζέιμς Κάμερον, του οποίου η ενασχόληση με το πρότζεκτ αφορά εμφανέστατα στην δοκιμή νέων τεχνολογιών. Αλλά εξίσου μεγάλο ρόλο παίζει η Ρόζα Σαλαζάρ, που ως Αλίτα δίνει μια σπουδαία ερμηνεία, χτίζοντας ενσυναίσθηση και παίζοντας με απόλυτη έγνοια του σώματος, του προσώπου και των εκφράσεών της, πίσω από τα πίξελς.

Ο Κάμερον μαζί με τη Λέτα Καλογρίδη (“Shutter Island”, το “Altered Carbon” του Netflix) έχουν γράψει και το σενάριο, το οποίο αφήνει να χαθούν ένα σωρό ευκαιρίες εκμετάλλευσης πάνω στη δομή και το περιεχόμενο της ιστορίας, η οποία σε κάθε νέα της στροφή νιώθεις πως αγνοεί περισσότερα πράγματα από τον κατασκευασμένο κόσμο του φιλμ παρά εξερευνά. (Και καλύτερα ας μην πιάσουμε καν το απίστευτα βαρετό και αμήχανο κομμάτι της ερωτικής ιστορίας.) Όμως η ταινία τελικά στηρίζεται πάνω στην Αλίτα και την έστω και ανεξήγητα περιορισμένη διαδρομή της και, συναισθηματικά, αυτό τραβάει τον θεατή μέχρι τέλους. Στην πορεία, ο Ροντρίγκεζ στήνει εντυπωσιακές μάχες που παραπέμπουν στη σωματικότητα και την κίνηση του σινεμά δράσης του Χονγκ Κονγκ, και μαζί με τον Κάμερον μοιάζουν αληθινά διψασμένοι και κεφάτοι στον πειραματισμό πάνω στις δυνατότητες αυτής της χορευτικής μίξης ηθοποιών και CGI μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει πυκνός ακόμα κι αν δεν εξερευνάται ποτέ ικανοποιητικά. Και που, επιπλέον, είναι γεμάτος με μπόλικα στοιχεία αναπολογητικής τρέλας, εμφανέστατα ξεσηκωμένα από το manga προέλευσης, ιδέες υπερβολικά σωματικές και οπτικά ακραίες για να έχουν βγει από αμερικάνικο μυαλό.

Είναι μια περιπέτεια για ένα κορίτσι τραυματισμένο που, παίρνοντας δύναμη από τη σχέση με την πατρική της φιγούρα (ένας Κριστόφ Βαλτς περιέργως αδιάφορος), προσπαθεί να μάθει την προέλευσή της, να βρει τη θέση της στον κόσμο, και να τα βάλει με παντός είδους δυνάστες- κι όλα αυτά μοιράζοντας το χρόνο της ανάμεσα στο επαγγελματικό κυνήγι επικηρυγμένων και στο να γίνει η καλύτερη σε ένα οριακά φονικό άθλημα αρένας ονόματι motorball, κερδίζοντας μάχες ακόμα και έχοντας χάσει αρκετά από τα μέλη του σώματός της. Μες στις αδυναμίες της, η ταινία είναι κάπως τέλεια.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η πρώτη μεγάλη σκηνή δράσης της Αλίτα, το βράδυ σε ένα σοκάκι όταν έρχεται αντιμέτωπη με μια κολεκτίβα κυνηγών, βάζοντάς τα με όλους και επιδεικνύοντας μια μεγάλη γκάμα κινήσεων και δυνάμεων. Βλέποντας κανείς τη σκηνή απλά φαντάζεται τον Κάμερον και τον Ροντρίγκεζ να κάνουν high-five.

Καπερναούμ *

(“Capernaum”, Ναντίν Λαμπακί, 2ω1λ)

Καστ: Ζαΐν Αλ Ραφέεα, Γιορντάνος Σιφεράβ

Η ταινία που ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού μες στην κινηματογραφική βιομηχανία πριν ακόμα την πρώτη της προβολή στο Φεστιβάλ των Καννών (όπου κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής) φτάνοντας μέχρι και την υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσου. Δεν είναι μια καλή ταινία, αλλά καταλαβαίνουμε το γιατί. Ακολουθεί το δράμα ενός μικρού αγοριού που ζει στους δρόμους της Βηρυτού μεταπηδώντας από σπίτι σε σπίτι και το οποίο -σε ένα ξεδιάντροπο high concept- μηνύει τους γονείς του επειδή τον γέννησαν. Έξυπνη ιδέα αλλά, πλαισιώνοντας ένα σινεμά στην υπηρεσία -θεωρητικά- του αγνού ρεαλισμού, μοιάζει αληθινά εξωγήινο και εφετζίδικο, με την δημιουργό ως απόλυτο Κριτή και το φιλμ να κινείται στα όρια του exploitation. Η Λαμπακί κινηματογραφεί σκηνές απόγνωσης και φτώχειας αλλά τα πάντα φαίνονται τακτοποιημένα και στιβαρά, με μια αισθητική τύπου ‘Slumdog Millionaire’ γεμάτη αναλαμπές των φακών, καθώς και στρατηγικά τοποθετημένες αργές κινήσεις, δραματικά βιολιά, παγώματα χαμογέλων, και άλλα πολλά τέτοια.

Όλο το μεσαίο μέρος με τον πιτσιρικά να έχει μείνει παρέα με ένα μωρό και να προσπαθούν να επιβιώσουν τα δυο τους, είναι πραγματικά ενδιαφέρον όσο και τεχνικά εντυπωσιακό. Θα ήταν τέλειο αν η ταινία παρέμενε με συνέπεια σε αυτό τον τόνο, αλλά ακόμα κι εκεί η κατασκευή της υπενθυμίζει διαρκώς στον θεατή πως τα πάντα είναι τεχνητά. Είναι σημαντικές οι γωνιές του κόσμου που ρίχνει το φως της η Λαμπακί, απλά ευχόμαστε η ταινία της να ήταν κάτι που θα μπορούσαμε να στηρίξουμε.

Επίσης προβάλλονται

Η Νηπιαγωγός ***

(“The Kindergarten Teacher”, Σάρα Κολάντζελο, 1ω36λ)

H Μάγκι Τζίλενχαλ ακροβατεί εντυπωσιακά ανάμεσα στη νοσηρότητα και την άδεια επιθυμία στο ρόλο μιας νηπιαγωγού στη Νέα Υόρκη που παθαίνει εμμονή με ένα πεντάχρονο αγόρι, στα ποιήματα του οποίου βλέπει το απόγειο της τέχνης που κι η ίδια επιζητά. Λίγο μαύρη σάτιρα πάνω στους ασφυκτικούς δεσμούς ελέγχου μιας γενιάς απέναντι στην επόμενη (με μια υποβόσκουσα αρρωστημένα ερωτική χροιά), λίγο ελαφρύ μελόδραμα πάνω στην προσπάθεια της κεντρικής ηρωίδας να βρει το δικό της δρόμο αφαιμάζοντας το παιδί-θαύμα, το φιλμ είναι ελαφρώς αβέβαιο και ίσως να λειτουργούσε καλύτερα ως κάτι πιο αφηρημένα συμβολικό. Όμως ακόμα κι έτσι, ανάμεσα στην ένταση του σκηνοθετικού ελέγχου της Κολαντζέλο και στην μεστή ερμηνεία της πάντα ανώτερης των περιστάσεων Μάγκι Τζίλενχαλ, το φιλμ αποτελεί μια πραγματικά ιδιόμορφη κινηματογραφική εμπειρία.

Η Ταινία Lego 2 (“The Lego Movie 2”, Μάικ Μίτσελ, 1ω46λ). Σίκουελ της αναίτια καλής ταινίας των Λόιντ και Μίλερ που γέννησε ένα κινηματογραφικό franchise πνιγμένο στην ποπ αυτο-αναφορικότητα.

Έρωτας Χωρίς Τέλος (“Sin Fin”, Σεζάρ Εστέμπαν Αλέντα, Χοσέ Εστέμπαν Αλέντα, 1ω36λ). Ο Χαβιέρ ταξιδεύει στο χρόνο για να ξαναγράψει την τελευταία του μέρα με τη Μαρία, τον έρωτα της ζωής του.

Μια Προσωπική Ιστορία (“Una Questiona Privata”, Πάολο Ταβιάνι, 1ω24λ). Ένας παρτιζάνος διχάζεται ανάμεσα στην αντίσταση και στην εμμονή του για μια γυναίκα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρουσιάστηκε ως κοινή δουλειά των αδερφών Ταβιάνι όμως σκηνοθετήθηκε μόνο από τον Πάολο, μιας κι ο Βιτόριο αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας πριν τελικά τον πρόσφατο θάνατό του.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

H Ευνοούμενη ****

(“The Favourite”, Γιώργος Λάνθιμος, 1ω59λ)

Ταινία εποχής για τα παιχνίδι ισχύος γύρω από τον αγγλικό θρόνο στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η δούκισσα Σάρα (Ρέιτσελ Βάις) και ξαδέρφη της Άμπιγκεϊλ, ξεπεσμένη ευγενής (Έμμα Στόουν) αντιμάχονται για την εύνοια της βασίλισσας Άννας (Ολίβια Κόλμαν). Η Έμμα Στόουν σε κρυφά κόντρα ρόλο δείχνει στον Littlefinger πώς γίνεται και αποκαλύπτει πτυχές που πραγματικά δεν υποπτευόμασταν πως διέθετε ως ερμηνεύτρια, η Κόλμαν παίρνει έναν αβανταδόρικο ρόλο και τον παίζει στα όριά του χωρίς να γίνεται χάρτινη, η Βάις κουβαλά μια συναρπαστική masculine ενέργεια μέσα στην αβεβαιότητά της. Το αποστασιοποιημένα σουρεαλιστικό χιούμορ του Λάνθιμου βρίσκει ως απρόσμενα ταιριαστό νέο χώρο δράσης ένα παλάτι του 18ου αιώνα, όπου ο παραλογισμός ούτως ή άλλως καταπνίγει το ρεαλισμό ως έννοια.