OUTNOW.CH
REVIEWS

Στο ‘Μακριά από τον Τόπο του’, ο Spider-Man πηγαίνει καλοκαιρινές διακοπές στην Ευρώπη

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ο Spider-Man ζει μια καλοκαιρινή περιπέτεια στη Βενετία και την Πράγα παρέα με τον Τζέικ Τζίλενχαλ.

Η εβδομάδα ήταν αρκετά φτωχή σε σπουδαία νέα για τον κινηματογράφο, ωστόσο η έλευση του νέου Spider-Man είναι από μόνη της μια μεγάλη στιγμή.

Πάμε γρήγορα λοιπόν στις κριτικές της εβδομάδας:

Spider-Man: Μακριά από τον Τόπο του ***

(‘Spider-Man: Far from Home’, Τζον Γουότς, 2ω9λ)

Καστ: Τομ Χόλαντ, Τζέικ Τζίλενχαλ, Ζεντάγια, Ανγκούρι Ράις, Σάμιουελ Τζάκσον, Μαρίσα Τομέι

Η προηγούμενη ταινία του Τζον Γουότς: Το προηγούμενο, συμπαθητικά αδιάφορο “Spider-Man: Homecoming”. Η προηγούμενη όμως ταινία για τις ανάγκες ετούτης είναι φυσικά το “Avengers: Endgame”, το ‘τελευταίο κεφάλαιο’ της σάγκα των Εκδικητών, όπου ο Spider-Man και η σχέση του με τον Τόνι Σταρκ έπαιξε κεντρικό ρόλο, που μεταφέρεται δραματουργικά σε ετούτο το φιλμ.

Η καινούρια: Ο Πίτερ Πάρκερ πάει καλοκαιρινές διακοπές στην Ευρώπη με την τάξη του σχολείου του, όλοι οι συμμαθητές ξανά ενωμένοι ύστερα από την επιστροφή των νεκρών από το χτύπημα των δαχτύλων του Θάνος. Μακριά από τον ορυμαγδό, το μόνο που θέλει ο Πίτερ είναι απλώς να πάει στα ομορφότερα μέρη της Ευρώπης μαζί με το κορίτσι που το αρέσει, και να της πει πώς νιώθει για εκείνη. Φυσικά όλα θα πάνε στραβά όταν κάνουν την εμφάνισή τους μια ομάδα από πλάσματα στοιχείων της φύσης που επιτίθενται στον πλανήτη, κι ένας μυστηριώδης άντρας που τα πολεμά, ονόματι Μυστέριο.

Και πώς είναι: Είναι μάλλον η 3η καλύτερη ταινία Spider-Man του 2019 ως τώρα, είναι κάπως τρομερό ότι μπορούμε να γράψουμε μια τέτοια πρόταση και να ισχύει. Ας ξεκαθαριστεί λοιπόν εξαρχής πως δε μπορούμε να μιλάμε για τα καλλιτεχνικά ύψη του “Αραχνοσύμπαντος” που είδαμε το Δεκέμβριο και βραβεύτηκε με Όσκαρ λίγες βδομάδες αργότερα. Αν όμως το “Μακριά από τον Τόπο του” μοιράζεται κάτι με το “Avengers: Endgame” (την άλλη ταινία με τον συγκεκριμένο ήρωα που είδαμε πρόσφατα) είναι το πώς η Marvel φαίνεται να τελειοποιεί τη συνταγή του να ολοκληρώνει με επιτυχία τις ευχάριστα άκακες ταινίες της δίνοντας την ψευδαίσθηση πως σπάει έστω και λίγο τη συνταγή της.

Σε ετούτο το σίκουελ, για να μη μακρηγορούμε (έτσι κι αλλιώς η ταινία δεν το αποζητά, ούτε το σηκώνει ιδιαίτερα), η δράση μεταφέρεται εκτός ΗΠΑ, εκτός Νέας Υόρκης (πρώτο θετικό) και λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο σε αναγνωρίσιμα σημεία διαφόρων ευρωπαϊκών πόλεων, αντί κάποιου αδιάφορου background, σχεδιασμένου εξ ολοκλήρου ψηφιακά (δεύτερο θετικό). Υπό αυτή και μόνο την έννοια, η ταινία είναι ήδη μια κάποια ανάσα δροσιάς. Ο Πίτερ Πάρκερ, σε διακοπές μαζί με την τάξη του, και την κοπέλα που του αρέσει (Ζεντάγια, μελλοντικό Όσκαρ κάποτε, σημειώστε το), ψάχνει διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να εμπλακεί στη δράση δίχως να μαρτυρήσει το μυστικό του με την εμφάνιση του Spider-Man.

Το αποτέλεσμα, εκτός του ότι λαμβάνουμε μια σειρά από χαριτωμένες (αν και όχι ας πούμε ιδιαίτερα αξιοσημείωτες) σκηνές δράσης σε γραφικά ευρωπαϊκές τοποθεσίες (από τη Βενετία ως το Λονδίνο), είναι πως έτσι μειώνεται και το σύνολο παρουσίας εφέ στην οθόνη. Για όσες και όσους έχουμε απηυδήσει με την ασχήμια των αδιάφορων CGI της Marvel, η είδηση πως εδώ σε σημαντικό βαθμό απουσιάζουν, είναι σαν όμορφη μελωδία.

Καμία μελωδία βέβαια δε μπορεί να συγκριθεί με την ενέργεια που για μια ακόμα φορά φέρνει ο Τζέικ Τζίλενχαλ στην οθόνη. Συνεχίζοντας αυτή την ‘απαλά Νίκολας Κέιτζ’ περίοδό του, ο ηθοποιός παραδίδει άλλη μια ερμηνεία αντάξια της ενέργειας του “Okja” ή του “Velvet Buzzsaw”, στο ρόλο του μυστήριου Μυστέριο, ενός άντρα που έρχεται από μια παράλληλη διάσταση για να βοηθήσει τον Πίτερ και τον Νικ Φιούρι να σώσει τον πλανήτη από τα απειλητικά στοιχεία της φύσης. Ο Τζίλενχαλ (πραγματικά, Όσκαρ) ενσαρκώνει έναν από τους σπάνιους Marvel κακούς με προσωπικότητα, οντότητα, κέφι, και μια αυθεντικά κομιξικά παρανοϊκή στόφα, γεμίζοντας κάθε over the top μόριο του ήρωά του με ανάλογης έμπνευσης και κύματος ερμηνευτικές νότες.

Είναι ιδανικό αντίβαρο στο μάλλον επαναλαμβανόμενο δράμα ταυτότητας του Πίτερ που προσπαθεί να ισορροπήσει την ευθύνη της κληρονομιάς του ήρωα με την ανάγκη του να ζήσει ως έφηβος. Αυτό που βοηθάει την ταινία να πετύχει σε αυτή της την αποστολή είναι πως δε σταματά ποτέ να θυμίζει εφηβική περιπέτεια σχολικής απόδρασης, με τους φίλους και εχθρούς του Πίτερ στο σχολείο να κλέβουν μονίμως την παράσταση από την όποια δράση (η Ανγκούρι Ράις του πιο πρόσφατου “Black Mirror” είναι η κρυφή MVP) και τον Τζίλενχαλ να μη σταματά δευτερόλεπτο να πρωταγωνιστεί στη δική του κομιξική απόδραση.

Είναι μια ανάλαφρη, καλοκαιρινή περιπέτεια γεμάτη σαχλά απρόοπτα, χιούμορ και ρομάντσο, και ανθρώπους που απλά θέλουν ζήσουν το καλοκαιράκι τους- όποια μορφή κι αν παίρνει αυτό για τον καθένα. Είναι το ‘θερινό σινεμά’ αντίστοιχο του Marvel σύμπαντος, και η -τελικά- πιο αγνά κόμικ αποτύπωση του Spider-Man. (Τουλάχιστον ανάμεσα στις live action εκδοχές του.) Ό,τι πρέπει.

Mια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Υπάρχει μια σφήνα στους τίτλους τέλους που κυριολεκτικά θα κάνει τους φανς να ουρλιάξουν από έκπληξη και χαρά. Όταν το δείτε, θα καταλάβετε αμέσως. Είναι η comic-book ενέργεια του “κι αν κάνω αυτό επειδή μου αρέσει;;;” χωρίς να νοιάζεσαι για τα λογιστικά του όλου πράγματος. Κανείς δε νοιάζεται στην πραγματικότητα, οι πάντες χαίρονται.

Επίσης προβάλλονται

Γκλόρια **

(“Gloria Bell”, Σεμπάστιαν Λέλιο, 1ω42λ)

Μια χωρισμένη γυναίκα (Τζούλιαν Μουρ) με μια συνηθισμένη δουλειά και φαινομενικά συνηθισμένη καθημερινότητα, διασκεδάζει ασταμάτητα τα βράδια χορεύοντας στα κλαμπ του Λος Άντζελες. Όταν συναντά τον Άρνολντ (Τζον Τορτούρο) μια από αυτές τις βραδιές, θα εμπλακεί ξανά σε ένα δεσμό, γεμάτο πάθος και ευτυχία από τη μία, αλλά και γεμάτο ερωτηματικά και αγχώδεις προσωπικές αναζητήσεις από την άλλη.

Ο Σεμπάστιαν Λέλιο, σκηνοθέτης του βραβευμένου με Όσκαρ “Μια Φανταστική Γυναίκα”, διασκευάζει πλάνο προς πλάνο το προ λίγων ετών σχεδόν ομώνυμο (“Gloria”) φιλμ του, σε ένα από αυτά τα ριμέικ που σε κάνουν να ευχηθείς οι Αμερικάνοι να ήταν περισσότερο συνηθισμένοι στο να βλέπουν ταινίες με υπότιτλους. Η ταινία δεν είναι κακή, πάντα βέβαια με ερωτηματικό το πόση αντοχή έχει κανείς για το γεμάτο προφανείς διδακτισμούς, μονοδιάστατα αστραφτερό στυλ αφήγησης και ματιάς του Λέλιο. Η Τζούλιαν Μουρ είναι πεπεισμένη πως παίζει για Όσκαρ, αλλά σε κάθε περίπτωση το να βλέπουμε μια ηθοποιό σαν αυτή να μοιράζεται τόσο χρόνο στην οθόνη με τον Τζον Τορτούρο αποτελεί μια κάποια αναμφίβολη απόλαυση, όσο διαδικαστικό κι αν μοιάζει σε γενικές γραμμές το φιλμ τριγύρω τους.

Αγαπημένο μου Ημερολόγιο ***

(“Caro Diario”, Νάνι Μορέτι, 1ω40λ)

O Νάνι Μορέτι καβαλά το μοτοσακό του και περιδιαβαίνει την ιταλική κοινωνία σχολιάζοντας καυστικά τα όσα παρατηρεί για τον κόσμο γύρω του. Χαλαρής δομής αλλά γεμάτη παρατηρητική διάθεση και απόψεις περί των πάντων, η ταινία του Μορέτι αποτέλεσε ένα κάποιο σύγχρονο classic για το φεστιβαλικό ιταλικό σινεμά του λόγου και της παρατήρησης.

Το Τραγούδι των Σκορπιών (“The Song of Scorpions”, Ανούπ Σινγκ, 1ω59λ). Ινδική ταινία με τη Γκολσιφτέ Φαραχανί στο ρόλο μιας γυναίκα που μαθαίνει μια αρχαία θεραπευτική τέχνη.

Διακοπές στη Βενετία (“Venise n’est pas en Italie / Venice Calling”, Ιβάν Καλμπεράκ, 1ω35λ). Ιδιόρρυθμη οικογένεια ζει σε ένα παλιό τροχόσπιτο και με επίκεντρο τον μικρότερο, έφηβο γιο, ταξιδεύουμε από τη Γαλλία στην Ιταλία μέσα από περιπέτειες που θα φέρουν την οικογένεια ακόμα πιο κοντά. Δραμεντί βασισμένη σε μυθιστόρημα του ίδιου του σκηνοθέτη, αφού έχει προηγουμένως μεταφερθεί και στο θέατρο.

McQueen (Πίτερ Ετεντχούι, 1ω51λ). Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του σχεδιαστή μόδας Αλεξάντερ ΜακΚουίν, από το ξεκίνημά του ως ράφτης ως τον τραγικό, πρόωρο θάνατό του.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Yesterday ***

(Ντάνι Μπόιλ, 1ω56λ)

Ο Τζακ Μάλικ παίρνει την κιθάρα του και τραγουδάει, αλλά συνήθως μπροστά σε άδειους χώρους. Ο κόσμος αδιαφορεί για τα τραγούδια του και η μόνη που πιστεύει σε αυτόν είναι η μάνατζερ και παιδική του φίλη, Έλι. Για να πετύχει η καριέρα του ως μουσικού, θα χρειαστεί ένα θαύμα. Θαύμα όπως, ας πούμε, όλος ο πλανήτης ξαφνικά να ξεχάσει την ύπαρξη των Beatles και ο Τζακ να είναι ο μόνος που θυμάται τα αξεπέραστα τραγούδια τους. Πάνω στα οποία και θα χτίσει την καριέρα που πάντα ονειρευόταν. Ο Ρίτσαρντ Κέρτις (“Νότινγκ Χιλ”, “Love Actually”) εφαρμόζει την συνταγή της ρομαντικής κομεντί με τη συνδρομή των γνωστότερων κομματιών των Beatles.