REVIEWS

Ο ορισμός της αγάπης και το νεανικό ποπ πνεύμα στις ταινίες της εβδομάδας

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα η Ελ Φάνινγκ τραγουδά σύγχρονες ποπ επιτυχίες στο “Teen Spirit”, το “Πραξικόπημα” εκ Τουρκίας φέρνει σατιρική ματιά και το γαλλικό “Αγάπη Είναι” ξεχωρίζει.

Απονεμήθηκαν την περασμένη εβδομάδα τα βραβεία Ίρις της ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στις ταινίες που ξεχώρισαν την περασμένη χρονιά και -ταιριαστά, για μια χρονιά δίχως κάποιο αδιαμφισβήτητο έργο που ξεχωρίζει τρομακτικά σε σχέση με τα άλλα- τα βραβεία ήταν αρκετά μοιρασμένα, με αρκετά σωστό τρόπο.

Ως καλύτερη ταινία βραβεύτηκε ο καλός “Οίκτος” του Μπάμπη Μακρίδη, καλύτερο ντοκιμαντέρ το “Obscuro Barroco” της Ευαγγελίας Κρανιώτη (το οποίο είχαμε συμπεριλάβει και στη λίστα μας με τις καλύτερες ταινίες του 2018) και καλύτερη μικρού μήκους το σπουδαίο, πολυβραβευμένο -σε Κάννες και Ελλάδα- “Έκτορας Μαλό” της Ζακλίν Λέντζου. Άλλες ταινίες που ξεχώρισαν πέρυσι, όπως το “Η Δουλειά Της” του Νίκου Labot και το “Ακίνητο Ποτάμι” του Άγγελου Φραντζή κέρδισαν επίσης σημαντικά βραβεία, όπως των γυναικείων ρόλων το πρώτο και σκηνοθεσίας το δεύτερο. Καλή χρονιά, με αξιοσημείωτα φιλμ διαφορετικών τάσεων και εκφράσεων για το ελληνικό σινεμά, κάτι που αποτυπώθηκε και στο μοίρασμα των βραβείων.

Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας:

Αγάπη Είναι ***

(“C’est ca l’amour / Real love”, Κλερ Μπερζέ, 1ω38λ)

Καστ: Μπουλί Λανέρς, Ζαστίν Λακρουά, Σάρα Χενόχσμπεργκ

Η προηγούμενη ταινία της Κλερ Μπερζέ: Το “Party Girl”, ένα δράμα ενηλικίωσης στα 60, που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ Καννών του ‘14. Οι περασμένης ηλικίας ήρωες με διόλου ξεπερασμένα συναισθηματικά προβλήματα φαίνονται να βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος της Μπερζέ, η οποία επιστρέφει φέτος με το σόλο σκηνοθετικός της ντεμπούτο, μιας που εκείνη την ταινία συνυπέγραφε με δύο ακόμα συναδέλφους της.

Η καινούρια: Ο Μαριό χωρίζει με την γυναίκα του και πριν καταφέρει να διαχειριστεί το σοκ εκείνου του χωρισμού, φτάνει στη συνειδητοποίηση πως πρέπει να μπορέσει να φροντίσει μόνος του τις δύο κόρες του, αμφότερες σε ευαίσθητες εφηβικές ηλικίες των 17 και 14, διαπιστώνοντας διαρκώς πως του είναι αδύνατον να τα καταφέρει.

Και πώς είναι: Γλυκό και ακριβέστατα κατασκευασμένο οικογενειακό δράμα στο οποίο καμία στιγμή δε μοιάζει να περισσεύει, έστω κι αν σπανιώς η Μπερζέ αφήνει να φανεί η υπόσχεση μιας αληθινά ριζοσπαστικής δημιουργού. Σε αυτή την συναισθηματική δυναμική τριών προσώπων: ο πατέρας έρχεται σταδιακά αντιμέτωπος με τη διαπίστωση πως όλες οι γυναίκες της ζωής του πρόκειται να τον αφήσουν πίσω κι άρα οφείλει να ανακαλύψει πρώτα τον εαυτό του. Η 14χρονη κόρη τον κατηγορεί για την απώλεια της όποιας σταθερότητας έβρισκε στη ζωή της, καθώς η ίδια προσπαθεί να διαχειριστεί όχι μόνο τη Ζωή Μετά αλλά και την νέα κοπέλα της. Κι η 17χρονη κόρη, ένα βήμα πια από το να αποχωριστεί το πάλαι ποτέ στιβαρό οικογενειακό περιβάλλον, παρουσιάζει μια αβέβαιη μα κρυφά ελπιδοφόρα ματιά στο μέλλον που όμως δημιουργεί τυφώνες συναισθηματικής αβεβαιότητας στην παρούσα φάση.

Η Μπερζέ, στις πλάτες ενός πολύ δυνατού ερμηνευτικού τρίο, με ιδιαίτερες εκπλήξεις τις ηθοποιούς που ερμηνεύουν τις κόρες (Ζαστίν Λακρουά και Σάρα Χενόχσμπεργκ) κεντά το διακριτικό οικογενειακό πορτρέτο ανθρώπων που βρίσκονται σε ένα διαρκές μεταβατικό στάδιο- μια διαρκής διαδικασία ενηλικίωσης, θα μπορούσα να πούμε, συνδέοντας τις δύο ταινίες τους μεταξύ τους.

Αυτή η “Αγάπη”, απολύτως χαμηλών τόνων και ταπεινών προθέσεων, αγνοεί πλήρως τις όποιες μελοδραματικές, over the top σειρήνες, εστιάζοντας σε ένα επίπεδο απόλυτα αναγνωρίσιμης καθημερινότητας, επανατοποθετώντας μονίμως τους κεντρικούς χαρακτήρες και τη μεταξύ τους δυναμική, φέρνοντας όλους αντιμέτωπους αλλά και υποστηρικτικούς μεταξύ τους με τον ένα τρόπο ή τον άλλον. Στο τέλος, νιώθει ο θεατής πως τους γνωρίζει όσο καλά γνωρίζονται και μεταξύ τους. Αυτό δεν είναι επαναστατικό σαν σινεμά, αλλά είναι απολύτως ικανό ως δράμα.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Όταν ο πατέρας διαπιστώνει πως η φίλη που κοιμάται με την κόρη του στην επίσκεψη στο σπίτι τους, ενδέχεται να είναι και κάτι παραπάνω από απλή φίλη, και προσπαθεί να αντιδράσει σαν αγνά αγχωμένος γονιός. Αλλά ταυτόχρονα φοβάται μήπως η κόρη του θεωρήσει πως είναι κι ένας ομοφοβικός δεινόσαυρος.

 

Teen Spirit **1/2

(Μαξ Μινγκέλα, 1ω32λ)

Καστ: Ελ Φάνινγκ, Ζλάτκο Μπούριτς, Ρεμπέκα Χολ

Ο γιος του Άντονι Μινγκέλα, ηθοποιός που έχουμε δει στο “Handmaid’s Tale”, πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μια ιστορία αρκετά γνώριμη στο όριο πλέον του ρετρό. Μια κοπέλα πολωνικής καταγωγής από τη φτωχή αγγλική επαρχία διαγωνίζεται σε ριάλιτι τύπου “Χ Factor” προσπαθώντας να κάνει πραγματικότητα το όνειρό της, να γίνει τραγουδίστρια. Στην προσπάθειά της τη βοηθά ένας ξεπεσμένο Κροάτης πρώην τραγουδιστής όπερας που περνά πλέον τις μέρες του συχνάζοντας στο μπαρ που η κοπέλα τραγουδά για να βγάζει το μεροκάματο. Τα τραγούδια της ταινίας, ερμηνευμένα και από την ίδια την Ελ Φάνινγκ, αποτελούν ένα all-star ρόστερ ονομάτων της σύγχρονης, εναλλακτικής ποπ (Robyn, Grimes, Κάρλι Ρέι Τζέπσεν, κλπ) και είναι δίχως αμφιβολία το κυρίαρχο ατού του φιλμ.

 

Σε μια εποχή που οι σταρς γεννιούνται από την αμεσότητα των viral βίντεο και του YouTube, ακόμα κι η σημασία ενός τέτοιου ριάλιτι μοιάζει βγαλμένη από το παρελθόν, και η αποστασιοποιημένα ‘80s αισθητική της ταινίας υπογραμμίζει αυτή την απομάκρυνσή της από τον όποιο ρεαλισμό. Ταυτόχρονα, ο Μινγκέλα προσδίδει στο όλο κυνήγι του ποπ στάρντομ μια ευρύτερη αίσθηση δυσαρέσκειας και κενότητας το οποίο είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση αλλά δεν βρίσκει απαραιτήτως αντίκρυσμα στην ίδια τη δραματική πορεία του φιλμ, η οποία είναι αρκετά γνώριμη και οριακά αμήχανη.

Απόλυτα ταιριαστή στον κεντρικό ρόλο, η Ελ Φάνινγκ επιστρέφει στην ερμηνευτική της μη-διάθεση από το “Neon Demon”, παίζοντας μια κοπέλα που δεν ξέρει πώς να νιώσει ευτυχία ακόμα και μέσα στο ίδιο το όνειρο που εκπροσωπεί για εκείνη την ίδια την ιδέα της ευτυχίας. Ανάμεσα σε αυτή την προσέγγιση και σε μια ταξική ματιά που νιώθεις πως βρίσκεται κάπου στο περιθώριο της ιστορίας αλλά με την οποία ποτέ η ταινία δεν αλληλεπιδρά στα αλήθεια, είναι σαν ο Μινγκέλα να είναι διαρκώς ένα βήμα από το να μπορέσει να ανακαλύψει κάτι αληθινά ουσιαστικό που έχει να πει, αλλά να μην τα καταφέρνει ακριβώς.

Επίσης προβάλλονται

 

Αφιέρωμα Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

Οι Νύχτες Πρεμιέρας παρουσιάζουν μια πλήρη ρετροσπεκτίβα στο έργο του μεγάλου σκηνοθέτη ο οποίος πέθανε νωρίτερα φέτος. Για όλη τη βδομάδα στο σινεμά Ιντεάλ θα παρουσιάζονται οι ταινίες του ξεκινώντας με τον “Τελευταίο Αυτοκράτορα” σε 3D(!) και περνώντας από τα διασημότερα έργα του όπως ο αριστουργηματικός “Κομφορμίστας” (η σπουδαιότερη και πιο αντιπροσωπευτική ταινία της καριέρας του, όπου εξερευνά την ψυχολογία του κομφορμισμού και τη σύνδεση με το φασισμό) ή το άκρως αμφιλεγόμενο και μάλλον δυσάρεστο πλέον “Τελευταίο Τανγκό”, ως και ευκαιρίες να ανακαλύψει κανείς πιο άνισες αλλά συναρπαστικές στιγμές του έργου του, όπως οι πιο σύγχρονοι “Ονειροπόλοι” (όπου επιστρέφει πίσω στο -περίπου- ξεκίνημα, ξανά ανάμεσα στον εκρηκτικό συνδυασμό πολιτικής και σεξ, σα να προσπαθεί κι ο ίδιος να καταλάβει αν μπορούμε να τα ανακαλύψουμε ξανά όλα από την αρχή, σαν όντα ερωτικά και κοινωνικά.)

Από το κείμενο για την καριέρα του Ιταλού σκηνοθέτη, αμέσως μετά τον θάνατό του: “Είμαι καταδικασμένος να είμαι διχασμένος”, είχε πει κάποτε ο Μπερτολούτσι στους New York Times. “Έχω διχασμένη προσωπικότητα και η αληθινή αντίφαση μέσα μου είναι πως δε μπορώ να συγχρονίσω την καρδιά μου και το μυαλό μου. Ένα από τα δύο προηγείται πάντα του άλλου.” Αν αυτός ήταν ο διχασμός που έδινε δημιουργικό καύσιμο στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, αυτό φαίνεται και στο σινεμά του, σε ένα σύνολο έργου που ζει διαρκώς κάπου ανάμεσα στο κοινωνικό και το προσωπικό, στην πολιτική ιδεολογία και το ερωτικό πάθος, στις θεματικές αναζητήσεις και την αποστομωτική ομορφιά.

(Μπερνάρντο Μπερτολούτσι – Ο τελευταίος ονειροπόλος, 2-8 Μαϊου, Ιντεάλ.)

Το Πραξικόπημα (“Anons / The announcement”, Μαχμούτ Φαζίλ Κοσκούν, 1ω34λ) Ομάδα στρατιωτικών επιχειρεί πραξικόπημα στην Άγκυρα του 1963 την ώρα που μια άλλη ομάδα έχει στόχο να καταλάβει το ραδιοφωνικό σταθμό της Κωνσταντινούπολης για να εξαγγείλει διάγγελμα- δίχως να γνωρίζουν αν το πραξικόπημα έχει πετύχει ή όχι. Επίκαιρης θεματικής μαύρου χιούμορ δράμα από την Τουρκία με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας και σατιρική διάθεση.

Ο Αξιαγάπητος Κύριος Τροχίδης ** (“Raoul Taburin”, Πιερ Γκοντό, 1ω29λ) Διάσημος μηχανικός ποδηλάτων τρέμει στην ιδέα πως μπορεί να αποκαλυφθεί το ένοχο μυστικό του, πως δεν ξέρει καν πώς να κάνει ποδήλατο. Μεταφορά άλλου έργου του δημιουργού του “Μικρού Νικόλα”, αποτυπωμένο στην οθόνη με αυτή τη χροιά κενής, πλαστικής νοσταλγίας για κάτι εξαρχής πλαστό. Περνά ευχάριστα η ώρα αλλά δεν υπάρχει κάποιο ζουμί πέραν αυτού.

H Δεξιά Τσέπη του Ράσου (Γιάννης Λαπατάς, 1ω40λ). Η σκυλίτσα ενός μοναχού πεθαίνει ξαφνικά μια μέρα αφού γέννησε τρία κουταβάκια. Μια διακριτική, αλλά αποτελεσματική διασκευή της ομώνυμης νουβέλας, πάνω στο αίσθημα της απώλειας και τη δύναμη του να συνεχίζεις.

Ο Κορσικανός (“Une vie violente / A Violent Life”, Τιερί ντε Περέτι, 1ω47). Δραματικό θρίλερ για την Κορσική των ‘90s και το πώς αποτέλεσε πεδίο βίαιης εθνικιστικής δράσης.

Supa Modo (Λικάριον Γουϊνάινα, 1ω14λ). Ένα 9χρονο κορίτσι με θανατηφόρα ασθένεια ονειρεύεται να γίνει υπερηρωίδα. Οι συγχωριανοί της εμπνέονται από τη δύναμή της και προσπαθούν όλοι μαζί να κάνουν το όνειρό της πραγματικότητα.

Οι Βράχοι της Ελευθερίας (“Cliffs of Freedom”, Βαν Λινγκ, 2ω17λ). Η ιστορίας μιας χωριατοπούλας κι ενός οθωμανού συνταγματάρχη στην αυγή της Επανάστασης του ‘21.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

 

TRANSIT **** 1/5

(Κρίστιαν Πέτζολντ, 1ω41λ)

Προσπαθώντας να ξεφύγει από την κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία, ο Γκέοργκ κλέβει την ταυτότητα ενός πολιτικά ενεργού συγγραφέα που είναι τώρα νεκρός. Όταν ξεμείνει στη Μασσαλία, θα ερωτευτεί τη Μαρία, τη νεαρή χήρα του ανθρώπου του οποίου την ταυτότητα έχει αποσπάσει. Ο Πέτζολντ διασκευάζει το ομώνυμο βιβλίο του 1942 διατηρώντας τη δράση σε εκείνη την εποχή, μα επανατοποθετώντας την, με έναν τρόπο κυρίως οπτικό αλλά και ρυθμικό, στο σήμερα. Σαν ξεκολλημένο από τον χρόνο και την ίδια την Ιστορία, το αριστούργημα του Πέτζολντ δεν έχει χωροχρονική άγκυρα, δεν έχει επίκεντρο. Αυτή η εξιστόρηση πάνω στον απόλυτο τρόμο και τη φρίκη της εξάπλωσης του φασισμού απλώς συμβαίνει πάντοτε και παντού, ταυτόχρονα, ένα απειλητικό σύννεφο ταυτοχρόνως πάνω από όλη την ξεδιπλωμένη Ιστορία. Από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας.