ΜΟΥΣΙΚΗ

New Adventures In Hi-Fi vol.2.23: O Roger Waters επέστρεψε και ξεπέρασε τον εαυτό του

5 άλμπουμ που πρέπει να ακούσεις πολύ δυνατά.

Για όσους δεν πρόλαβαν να ξεφλουδίσουν τη μπανάνα του Andy Warhol με τα ίδια τους τα χέρια, έχουν ακόμα μία στις χίλιες ευκαιρίες να το κάνουν. Η μπανάνα των Velvet Underground κλείνει και αυτή 50 χρόνια φέτος και επανακυκλοφορεί στις 30 Ιουνίου, σε 1000 αντίτυπα, σε ροζ βινύλιο, με το γνωστό αυτοκόλλητο στο εξώφυλλο.

Κατά τα άλλα, το έβαλα και στα κολλήματα της προηγούμενης εβδομάδας, αλλά το κόλλημα μου δεν τέλειωσε ακόμα. Γι’ αυτό encore un fois. Το καινούργιο παλιό κομμάτι των Radiohead από το επετειακό OKNOTOK για τα 20 χρόνια του Ok Computer:

I promise ότι δεν θα το αναφέρω ξανά.

Roger Waters – Is This The Life We Really Want? (Columbia)

-Picture your kid with his hand on the trigger

-Fear keeps us all in line

-The bankers get fat

-Your bullshit and lies

-It doesn’t much matter wherever you’re born, little babies mean no harm

-It’s not enough that we succeed, we still need others to fail

Αυτές είναι μερικές από τις φράσεις που θα ακούσουμε σ’ αυτό το πρώτο άλμπουμ του Roger Waters μετά από 25 χρόνια. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Ούτε γι’ αυτόν ούτε για μας. Κάποιος διορατικός θα μπορούσε να έχει προβλέψει ότι είναι έτοιμος ο Waters να γράψει νέο δίσκο. Brexit, Trump, μετανάστες, η ακροδεξιά να θερίζει την Ευρώπη. Το βούτυρο στο ψωμί του και την αμείωτη οργή του.

Για πρώτη φορά, δισκογραφικά τουλάχιστον, ξεπέρασε λίγο τον εαυτό του. Άφησε κάποιον άλλο να έχει τον έλεγχο. Φυσικά δεν του άρεσε και δεν ξέρει αν θα το ξανάκανε αλλά «το βούλωσα και έκατσα στην άκρη, πράγμα που απαιτεί τεράστια προσπάθεια από μένα», είπε χαρακτηριστικά. Ο Nigel Gordrich (παραγωγός των Radiohead) ανέλαβε την παραγωγή και έφτασε σε ένα αναπάντεχα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, που όμως δεν ξεφεύγει από τη γνωστή δραματουργία του Waters (ο οποίος επίσης για πρώτη φορά δεν παίζει καθόλου μπάσο σε όλο το δίσκο). Τέλος, για πρώτη φορά μοιάζει να μην λείπει ο Gilmour από το δίσκο. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι δεν υπάρχουν σόλο κι έτσι δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκεφτεί κανείς «να εδώ ο Gilmour θα το έπαιζε καλύτερα». Υπάρχουν οι κλασσικές ομιλίες από δελτία ειδήσεων (ή ακόμα και καιρού εδώ), διάσπαρτες στο δίσκο και το κλίμα δεν μπορεί παρά να είναι μια συνέχεια στο αντιστασιακό/αντιπολεμικό/αντιεξουσιαστικό έργο που ξεκίνησε ο Waters από το Animals και μετά.

Ο Roger Waters είναι ο πιο αγέρωχος από τους εναπομείναντες Floyd και γνωρίζει πώς να ικανοποιήσει τουλάχιστον τους κεκτημένους φαν του, με κομμάτια όπως τα ‘Déjà vu’, ‘Smell the roses’, ‘Picture that’. Μόνο που δεν ξέρω ποιος πραγματικά χρειάζεται ένα ακόμα δίσκο του να μιλάει για τα ίδια ακριβώς πράγματα, ακόμα κι αν είναι τόσο διαχρονικά και επίκαιρα. Ακόμα και το εξώφυλλο εξακολουθεί να θυμίζει ένα τοίχο, έστω και από σβησμένες λέξεις.

Dan Auerbach – Waiting On A Song (Easy Eye Sound)

Χαίρομαι που έχει κάτσει η βάρκα των Black Keys. Το Turn Blue το έβγαλαν μόνο για να έχουν μια δικαιολογία να συνεχίσουν να περιοδεύουν και καλά έκαναν γιατί δεν είναι να τις χάνεις τέτοιες ευκαιρίες. Όμως πάντα πίστευα στο ταλέντο του Dan Auerbach, παρόλο που είχε αρχίσει να με κουράζει ο ήχος που πλάσαρε με διάφορους όπως Buffalo Killers, The Ettes, Dr. John, Hanni El Katib, Hacienda, Cage The Elephant. Ακόμα και το υποτιθέμενο supergroup που προσπάθησε να τρέξει με μέλη των El Michels Affair και τον Richard Swift, οι The Arcs, δεν τράβηξαν όση προσοχή θα ήθελε ο Dan. Και όλα αυτά γιατί δεν έλεγε να ξεκολλήσει το κεφάλι του από την ηχοπατέντα του.

Επιτέλους όμως το κατάφερε με αυτό το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ. Και τώρα έχει κολλήσει το δικό μου κεφάλι, εντελώς ανεξήγητα. Μάζεψε ένα κάρο γέρους sessionάδες για να βγάλει το πιο αισιόδοξο και feelgood άλμπουμ που έχεις ακούσει εδώ και καιρό. Το ακούς και νιώθεις σα να παίζεις σε διαφήμιση αεροπορικής εταιρίας. Ο μεγάλος John Prine στη σύνθεση, ο 76χρονος Bobby Wood παίζει πλήκτρα, ο θεός Duane Eddy παίζει κιθάρες στα σχεδόν 80 του, στο πρώτο single του δίσκου (το απολαυστικά χαζοχαρούμενο ‘Shine on me’) παίζει κιθάρα και ο Mark Knopfler των Dire Straits και στα φωνητικά βοηθάει και ο βετεράνος Pat McLaughlin.

Σα να πετυχαίνεις μια άγνωστη μπάντα στο Nashville να παίζει early-Beatles διασκευές, ξέροντας όμως ότι κάπου στο κοινό υπάρχει ένας a&r της Motown.

Άχρηστη (αλλά ευχάριστη) Πληροφορία: στα drums του “Never in my wildest dreams” κάθεται ο Gene Chrisman που είχε παίξει drums στο “Son of a preacher man” της Dusty Springfield.

Fleet Foxes – Crack-up (Nonsuch)

Μπορεί να έχει μαζέψει πολλά βλέμματα ο Father John Misty, αλλά θα επιμείνω ότι πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και δε με χαλάει καθόλου που έχει πάρει τα αλαζονικά του μούτρα από τους Fleet Foxes. Αντιθέτως θα έπρεπε να χαλάει τον ίδιο που δεν είναι εκεί όταν συντελούνται έργα σαν το Crack-up.

Σίγουρα είναι δύσκολο και μερικές φορές δυσνόητο αυτό το τρίτο τους άλμπουμ, αλλά επίσης σίγουρα διατηρεί την καλλιτεχνική πρόκληση και γενναιότητα ενός indie δίσκου. Στην πραγματικότητα δεν έχουν αλλάξει πολύ από το πρώτο τους άλμπουμ. Απλώς έχουν πλέον πιο γερά στομάχια ώστε να φτιάχνουν πιο παράτολμες και περίπλοκες συνθέσεις, όπως το πρώτο κομμάτι με τους τρεις τίτλους “I Am All That I Need, Arroyo Seco, Thumbprint Scar”. Όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται εδώ. Οι πολυφωνίες, οι ακουστικές κιθάρες, οι μελωδίες.

Μπορείς να πεις ότι έχουν βάλει λίγο progressive μέσα στο folk σύμπαν τους. Από τη μία σε ζαλίζουν και χάνεις λίγο τον ειρμό τους με το 9λεπτο “Third of May/Odaigahara” αλλά αμέσως μετά και τόσο ομαλά σε επαναφέρουν στον γνωστό κόσμο τους με το “If you need to, keep time on me”, το “Mearcstapa” και το “On another ocean”. Η φωνή του Robin Pecknold που καθοδηγεί, είναι εθισμός για ευάλωτα αυτιά.

Souljazz Records Presents Boombox 2 – Various Artists (Soul jazz Records)

Μπορεί ο Buzz Luhrmann και το ‘The Get Down’ να είναι το δεύτερο μεγάλο Χ που έριξε το Netflix σε σειρά (πρώτο ήταν το ‘Marco Polo’ και τρίτο το ‘Sense8’), αλλά η όλη φάση άνοιξε φακέλους που είχαν μείνει για χρόνια κλειστοί. Και δεν υπάρχει καλύτερος ρουφιάνος από την Soul Jazz Records που τόσα χρόνια έχει βρει και έχει δώσει αριστουργήματα, με το αζημίωτο φυσικά γιατί πάντα ήταν πανάκριβες οι κυκλοφορίες της.

Αλλά κάνε κι αλλιώς αν θες. Άντε τώρα να βρεις κάπου αλλού όλα αυτά proto hip-hop και disco-rap κομμάτια. Βάλε το 13λεπτο έπος “The peoples message take two” του Terry Lewis & Wild Flower και άκου του Daft Punk να κλαίνε με μαύρο δάκρυ για κάτι που γράφτηκε 35 χρόνια πριν. Και δεν είναι το μόνο παράδειγμα εδώ μέσα.

Βασικά δεν έχει κανένα νόημα να περιγράφεις μια τέτοια συλλογή. Πατάς play και δεν χρειάζεται καν να κλείσεις τα μάτια σου. Ότι και να έχεις γύρω σου εξαφανίζεται και βρίσκεσαι στον πιο ρυθμικό και πολύχρωμο κόσμο που δεν έχεις δει ποτέ. Για μιάμιση ώρα είσαι χαρούμενος και δεν σε αγγίζει τίποτα.

Manos Milonakis  – Festen (Moderna Records)

Ο Μάνος Μυλωνάκης για δεύτερη φορά (αν τα λέω σωστά) έξω από τους Your Hand In Mine. Και πάλι για θεατρικό soundtrack όπως και την πρώτη φορά, με το Zyklon, πάλι με σκηνοθέτη τον Γιάννη Παρασκευόπουλο. Το Festen είναι η μουσική επένδυση της ομότιτλης μεταφοράς της ταινίας του Thomas Vinterberg, δηλαδή της πρώτης ταινίας του Δόγματος ’95 που συνέταξε/επινόησε ο Lars Von Trier.

Αυτά είναι απλά facts. Δεν έχω δει την ταινία, προφανώς ούτε το θεατρικό και όταν άκουσα το Festen δεν γνώριζα καν το σκοπό της ύπαρξης του. Άκουσα απλά ένα υπέροχο ορχηστρικό άλμπουμ, με συνθετικό οδηγό το πιάνο πάνω σε ambient δομές. Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιεί αρκετά ηλεκτρονικά μέσα, στη βάση του είναι ένας  παραδοσιακός δίσκος που αναζητά τη μελωδία και την υπηρετεί καλά, χωρίς να ψάχνει να βρει ψίχουλα στον πειραματισμό και τα αβαντ-γκαρντιλίκια.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

Όλες οι New Adventures in Hi-Fi