ΘΕΑΤΡΟ

Η Βερόνικα Αργέντζη δεν φοβήθηκε να χαθεί

Με αφορμή την παράσταση της 'Ελένης' του Γιάννη Ρίτσου, μιλήσαμε μαζί της για την ομορφιά, το 'Τμήμα Ηθών' και τα Καλλιστεία του 1987.

Πριν συναντήσεις τον άνθρωπο που θα σου επιτρέψει να παριστάνεις αυτάρεσκα τον ανακριτή, περνούν απ’ το μυαλό σου πολλές μεθόδους με τις οποίες μπορείς να σπάσεις τον πάγο. Υπάρχουν όμως και αυτές οι ευλογημένες στιγμές που ό, τι έχεις σκεφτεί το πετάς στα σκουπίδια, και ο πάγος σπάει από μία μικρή απρόσμενη λεπτομέρεια.

Και αυτό συνέβη στην περίπτωση τη δική μου και της Βερόνικας Αργέντζη, τη στιγμή που την άκουσα να παραγγέλνει φραπέ στο καφέ που συναντηθήκαμε στο Ψυχικό.

Δεν ήθελα η συνέντευξη να περιστραφεί αποκλειστικά γύρω από τα ’90s, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι “πόσο 1990 να παραγγέλνει ακόμα φραπέ;”. Ακόμη κι αν εγώ ήμουν αυτός που παρήγγειλε πρώτος τον καφέ που απαξιώσαμε τόσο σκληρά για χάρη του φρέντο.

Και της το είπα για να πάρω την απάντηση “τον έχω συνηθίσει από όταν ήμουν μικρή στη Θεσσαλονίκη. Όλοι πίναμε φραπέ τότε. Στα σχολικά μας χρόνια, όταν φεύγαμε απ’ την τάξη και κάναμε μια ατασθαλία. Και γενικά δεν έχω απαιτήσεις, είμαι ‘καραβίσια’, βάζω λίγο καφέ, βάζω και λίγη ζάχαρη, το μόνο που θέλω είναι να με ξυπνάει”.

Μιλήσαμε για πολλά μέσα στη μία ώρα που ακολούθησε. Για την ‘επιστροφή’ της, για τις φωτογραφίσεις στα περιοδικά, για την ‘Ειρήνη’ του ‘Τμήματος Ηθών’ αλλά κυρίως για την ‘Ελένη’ του Ρίτσου, για το αν θα ψήφιζε τον Απόστολο Γκλέτσο και για τα Καλλιστεία του 1987.

(Και φυσικά και για τα ’90s).

Αυτά είναι όσα είπαμε:

Έχετε σχεδόν δυο χρόνια που έχετε επιστρέψει, ωστόσο κάθε φορά που ξεκινάτε μία δουλειά, στα sites γράφουν “η επιστροφή της Βερόνικα Αργέντζη”. Πότε πιστεύετε ότι θα σταματήσει αυτό;

Δεν ξέρω. Αλήθεια, αυτό δεν το ‘χω σκεφτεί ποτέ. Ίσως συμβαίνει επειδή είναι κάτι που θεωρούν ότι μπορεί να προσελκύσει αναγνώστες; Και εγώ δεν κυκλοφορώ και πολύ, οπότε ίσως και για αυτόν τον λόγο.

Με το ίντερνετ ασχολείστε;

Όχι πολύ.

Έχετε δει τις ειδήσεις που κυκλοφορούν με παλιούς σταρς, τύπου “δείτε πώς είναι σήμερα ο τάδε ηθοποιός των 90s”;

Ναι τις έχω δει. Είναι ενοχλητικό. Είναι σαν να σου κάνουν την κηδεία σε εισαγωγικά. Δεν έχουν κακή προαίρεση βέβαια, όμως βρίσκουν διάφορους τρόπους ώστε να δημιουργούν μία μικρή ή μεγάλη είδηση. Αυτό είναι, τίποτα άλλο.

Όταν αυτές οι ειδήσεις αφορούν άλλους ηθοποιούς, μπαίνετε για να δείτε “πώς είναι σήμερα”;

Όχι, στεναχωριέμαι, δεν μ’ αρέσει.

Φωτογραφίες: Φοίβος Αβδελιώδης

Πιστεύετε ότι κάποιες απ’ τις σειρές που έχετε παίξει, όπως πχ το ‘Τμήμα Ηθών’, έχει “γεράσει” καλά; Έχει “μεγαλώσει” καλά αυτή η σειρά; Αν μπει κάποιος στο YouTube θα μπορέσει να δει δύο επεισόδια;

Ναι, υπάρχουν παιδιά, φίλοι της κόρης μου, που τα βλέπουν. Όχι δεν πιστεύω ότι έχει γεράσει, πχ ερχότανε παιδιά της κόρης μου και της λέγανε “αχ τη μαμά σου την ξέρουμε από κει”, που τα παιδάκια ήταν 13-14 ετών και λέω “κοίτα να δεις, πώς γίνεται αυτό”; Εγώ δεν έμπαινα μέχρι τότε να τα δω.

Μετά απ’ αυτό βέβαια, μετά από τη δική μας σειρά βγήκαν αρκετά αστυνομικά. Αν και είχα κάνει και πιο πριν τον ‘Φάκελο Αμαζών’, ένα άλλο αστυνομικό, αυτή ήταν και η πρώτη μου δουλειά στην τηλεόραση.

Πώς ήταν η δουλειά τότε στην τηλεόραση, στα ’90s;

Ήταν δουλειά με παρόρμηση, με αγάπη, με πάθος, με ένταση, δουλεύαμε 24 ώρες το 24ωρο, εγώ κοιμόμουνα 4 ώρες την ημέρα, γιατί δούλευα σε δύο συνεργεία και δούλευα και στο θέατρο.

Ήταν σαν είσαι σε ένα μπαλόνι μέσα, με χρυσόσκονη, και να αιωρείσαι ας πούμε μαζί με άλλα πολλά μπαλόνια, ήταν μία ωραία στιγμή που άνθιζαν τα πράγματα. Τώρα, τι λουλούδια γίνανε, μη με ρωτάς να σου πω, δεν ξέρω. Ο καθένας ας κρίνει τον εαυτό του.

Μπορεί να υπάρξει αυτό πάλι σήμερα;

Όχι. Λυπάμαι πάρα πολύ για τους νέους ανθρώπους γιατί η τηλεόραση είναι ένα μέσο που ο άνθρωπος το έχει συντροφιά, μπορεί να εκπολιτιστεί μέσα από αυτό, μπορεί να μάθει, μπορεί να ανοίξει το μυαλό του, να δει και καλά πράγματα. Για παράδειγμα στα 90s γίνονταν και πάρα πολύ καλές δουλειές, τώρα δεν υπάρχουν τα χρήματα, και αυτές οι δουλειές οι σημερινές πάλι καλά που γίνονται. Προσπαθούν οι άνθρωποι να τις κάνουν όσο καλύτερα μπορούν.

Εγώ τότε δεν μπορούσα καθόλου το καθημερινό, δηλαδή μου είχαν γίνει προτάσεις, με πολλά χρήματα και απ’ τον συγχωρεμένο τον Φώσκολο, και του έλεγα “αγαπητέ κύριε Φώσκολε σας ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν μπορώ”… Μου έλεγε κι άλλα θυμάμαι, όπως το “το γκρο παιδί μου, το γκρο του ηθοποιού να φαίνεται, πού πας και παίζεις μέσα στα υπόγεια”… Έπαιζα εγώ τότε σε κάτι μικρά θέατρα και μου ‘λεγε “πού πας και χώνεσαι”, τέλος πάντων.

Αρνήθηκα να πάω στην ‘Λάμψη’. Δεν ξέρω να την κάνω αυτήν τη δουλειά. Δεν είναι ότι δεν θέλω, είναι ότι δεν μπορώ, δεν μπορούσα να θέσω στον εαυτό μου εκεί ακούνητο να κάνει κάτι το οποίο είναι όλη την ώρα ίδιο. Για παράδειγμα, με φώναξε και έπαιξα στο ‘Εις Θάνατον’ με τον Νινιό και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει “Βερόνικα θα σε βγάλω, δεν μπορώ να βλέπω εσένα και τον Νινιό να συναξάρετε”.

Τι σημαίνει “συναξάρετε”;

Σημαίνει ο ρεαλισμός που είχαμε εμείς οι δύο, το ‘φυσικό’ σαν παίξιμο, όχι αυτό το στημένο ξέρεις, αυτό το “ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΛΤΑ, ΓΙΑΓΚΟ ΔΡΑΚΟ”! Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, δεν ήξερα να το κάνω τόσο καλά αυτό, δεν μπορούσα να το στηρίξω αυτό το είδος.

Να μιλήσουμε λίγο για την παράστασή σας. Την Ελένη του Ρίτσου πού τη βρίσκουμε σ’ αυτό το έργο; Είναι στην Αίγυπτο; Είναι στη Σπάρτη;

Είναι στην ψυχή του ποιητή. Είναι ένα σύμβολο αιώνιας ομορφιάς η Ελένη και αυτό δανείζεται ο ποιητής και μέσα απ’ αυτόν τον μύθο, καταθέτει και τα δικά του αισθήματα. Μιλάμε πια για έναν ύμνο προς την ομορφιά και την ελευθερία, μιλάμε για χαμένους πολέμους, όπως ήταν ο πόλεμος της Τροίας κτλ… Δανειζόμενος, λοιπόν, αυτόν τον μύθο ο Γιάννης Ρίτσος μπορεί να καταθέσει την προσωπική του γνώμη και πορεία, σε μια εποχή, σε μια Ελλάδα μετά τον εμφύλιο. Και αυτό το κάνει σε όλη αυτή τη σειρά των έργων του που ονομάζεται ‘Τέταρτη Διάσταση’.

Διακρίνετε στοιχεία από τον αριστερό Ρίτσο σε αυτό το έργο;

Φαίνονται τα βιώματα του αριστερού Ρίτσου και πως αυτός πια στέκεται απέναντι σ’ αυτά, ή δίπλα σ’ αυτά. Αυτό που είναι πιο πολύ σαν κέντρο και πυρήνας του έργου, είναι ο ύμνος προς την ελευθερία. Λέει ας πούμε ο ποιητής σ’ αυτό το έργο πως ό, τι έχουμε που προσπαθεί να καλύψει τα κομμάτια της ματαιοδοξίας μας, δηλαδή τα πλούτη, η δόξα, ο φθόνος, τα κοσμήματα -και η ίδια η Ελένη αναφέρει ως τέτοια την ομορφιά της-, είναι ανόητα, έχουν τελειώσει. Ουσιαστικά το έργο έχει κι ένα αντιπολεμικό μήνυμα. Λέει σε έναν στρατιώτη για παράδειγμα η Ελένη “τι σκοτίζεσαι τόσο για αξιώματα, ηρωισμούς και δόξες; Τι να τα κάνεις;”. Του εξηγεί δηλαδή ότι όλα αυτά είναι χωρίς νόημα στην τελική.

Κάποια άλλη στιγμή αναφέρει: “σεργιάνισα στα ψηλά τείχη μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κάνει το ένα το άλλο πχ. και ενώ σκοτώνονταν, μήτε που είδα λέει τι γινόταν, είχα κλείσει τα μάτια, είχα υψωθεί στις μύτες των ποδιών μου και αναλύφθηκα, γιατί αυτό που γινότανε ήταν για κάτι και εγώ έλειπα απ’ αυτό το κάτι”.

Ναι αλλά γιατί όμως αυτά είναι χωρίς νόημα, γιατί πάνε όλα χαμένα; Επειδή υπάρχει ο θάνατος;

Όχι. Επειδή η ματαιοδοξία είναι κάτι άρρωστο. Δεν είναι κάτι που θα ‘πρεπε να αφορά τον κόσμο. Τον κόσμο θα έπρεπε μόνο να τον αφορά η συνύπαρξη, η αγάπη, το κοινό καλό -θα ‘χω να το λέω συνέχεια αυτό- και η δημιουργία πραγμάτων. Τι σημαίνει ότι εγώ δεν σε ξέρω; Πρέπει να είμαι επιφυλακτική; Πρέπει να πιστεύω ότι εσύ ήρθες εδώ πέρα για να με μειώσεις; Όχι. Εγώ πρέπει να είμαι ανοικτή γιατί είμαι ένας άνθρωπος και εσύ είσαι ένας άλλος άνθρωπος και συνυπάρχουμε. Και θα βγάλουμε το καλύτερο.

Φωτογραφία: Μαρούσα Μαραβέλια

Είναι κουραστική αυτή η παράσταση για σας; Πρόκειται για έναν μονόλογο που κρατάει σχεδόν μία ώρα.

Δεν έχω νιώσει κούραση, αλλά κάποιες φορές έχω νιώσει την αγωνία, γιατί αν ξεχάσεις μία λέξη, ένα κόμμα, μία στίξη, δεν μπορείς εύκολα να συνεχίσεις…. Να, βλέπεις τώρα; Πάω να σου απομονώσω μία φράση, δυο λόγια και μου είναι δύσκολο, γιατί πρέπει να το ‘χω πιάσει από κάπου, δεν μπορείς να πηγαίνεις μπρος πίσω, αυτό είναι το πιο κουραστικό, γιατί είναι ποίηση, δεν είναι αφηγηματικός λόγος. Στην αφήγηση λες: “για ένα λεπτό, πού είμαι στην ιστορία; Ωραία, πάμε”.

Γενικά πάντως θέλει μια αντοχή, δεν είναι ψέματα, αλλά ασκείσαι γι’ αυτό.

Ο κόσμος που έρχεται για να δει ένα τόσο απαιτητικό έργο είναι πιο ιδιαίτερος ή είναι κάπως ελιτίστικο αυτό που λέω;

Δεν ξέρω να σου πω. Για παράδειγμα στην Κηφισιά που κάναμε στα Μενάνδρεια μία παράσταση σε έναν χώρο που ήταν γεμάτος, πραγματικά είχε καρεκλάκια κάτω, ε ο κόσμος ήταν κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξης, ήταν άνθρωποι σαν κι εμένα κι εσένα, είχε παιδιά μικρά, είχε τα πάντα. Αφού κατά τη διάρκεια παράστασης σκέφτηκα “πωπω δεν αναπνέουνε”, και δεν μπορούσα να διακόψω και ένιωθα ότι είναι πολύ σιωπηλό όλο αυτό και είπα από μέσα μου “τι γίνεται Θεέ μου τώρα;” δεν κουνιόταν κανένας, ούτε καν τα παιδιά, και όταν τελείωσα λέω “τώρα;”. Και τότε έγινε ένας πραγματικά χαμός από χειροκροτήματα και λέω δεν “είναι δυνατόν”.

Με τι συγκρίνεται αυτό το χειροκρότημα;

Κοίτα. Με λεφτά σίγουρα όχι (γέλια). Τα λεφτά είναι για τους άλλους.

Αναγνωρισιμότητα;

Όχι. Πόσο συγκίνηση. Όταν βλέπω μία κυρία η οποία μου λέει ότι είναι 82 χρονών και μου λέει “κορίτσι μου, άγγιξες την καρδιά μου, μπήκες μέσα στην καρδιά μου”, όταν σου λέει ο άλλος τη φράση “καρδιά μου”, με τι να το συγκρίνεις; Γιατί αυτό το κείμενο ξέρεις, μπορεί να μην το διάβαζε ποτέ εκείνος που στο λέει αυτό.

Ο θεατής μπαίνει μέσα στο έργο γιατί δεν του κάνεις τερτίπια, δεν έχει σκηνοθετικά παραλληρήματα εδώ, δεν κάθεσαι ανάσκελα, δεν σηκώνεσαι, δεν κάνεις ακροβατικά, είσαι εκεί και λες τον λόγο, κι εσύ, ο θεατής δημιουργείς εικόνα. Αυτός είναι ένας τρόπος. Δηλαδή ο τρόπος που δουλεύει ο Δήμος ο Αβδελιώδης είναι αυτός, είναι πολύ συγκεκριμένος.

Ως άνθρωπος πώς είναι;

Ο Δήμος είναι ένας ασκητής, είναι ένας άνθρωπος απ’ αυτούς που δεν θα σε προσβάλλουν ποτέ, ξέρει τι θέλει, κι αν ακολουθήσεις κι εσύ αυτό που θέλει -γιατί έτσι πρέπει να γίνεται- τότε θα έχετε μετά μία πολύ γλυκιά και αγαπησιάρικη σχέση. Αγαπάει και εκτιμάει τους ηθοποιούς που συνεργάζεται μαζί τους, και τους κρατάει κιόλας μετά, έχει δηλαδή μία σχέση μαζί τους, φιλική και επαγγελματική. Είναι ένας καλός φίλος ο Δήμος ο Αβδελιώδης. Και φυσικά είναι κι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, μοναδικός, πολύ ξεχωριστός, μην αρχίσω τα επίθετα τώρα, γιατί είναι ατελείωτα.

Φωτογραφία: Μαρούσα Μαραβέλια

Σε ποια απ’ τις ταινίες του θα θέλατε να έχετε συμμετάσχει;

Σε όλες, αλλά κυρίως ‘Στο Δέντρο που Πληγώνει’, γιατί κοίτα, εγώ ήμουν ένα παιδί το οποίο γκρεμοτσακίστηκε μέσα στα λιβάδια, τους καταρράκτες, στα ρυάκια, στα καρπούζια, τα πεπόνια, τα δάση, σαν παιδί ας πούμε, έπαιζα έτσι.

Ναι αλλά και στην ‘Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων’ είχε αυτές τις εικόνες.
Ναι αλλά εδώ μου άρεσε που είχε τα παιδιά σε πρώτο πλάνο, όλες οι ταινίες του μ’ αρέσουν, αλλά αυτό έτσι το αγαπώ ιδιαίτερα. Τώρα κάνουμε μάλιστα μία ταινία με τον Δήμο τον Αβδελιώδη, μετά από πολλά χρόνια επανέρχεται ευτυχώς στο σινεμά. Η ταινία λέγεται ‘Το σατιρικό δράμα των Αθηνών’, είναι μία ταινία με ήρωες ουσιαστικά μέσα απ’ το θέατρο σκιών και είναι μία ταινία που νομίζω ότι όταν θα ολοκληρωθεί, θα αφήσει το δικό της στίγμα.

Συμπρωταγωνιστώ μαζί με συναδέλφους που ήμασταν μαζί στην παράσταση ‘Ο Μεγαλέξανδρος νικάει τον Δράκο’ του Δήμου και ήδη έχουμε ήδη ολοκληρώσει μία σειρά γυρισμάτων.

Να σας πάω πάλι λίγο πίσω. Οι αμοιβές τότε; Ένας ηθοποιός που έπαιζε στο ‘Τμήμα Ηθών’, πόσα λιγότερα θα έπαιρνε αν έπαιζε σήμερα στο ‘Τατουάζ’; Αναλογικά μιλώντας.

Εξαρτάται από τη σειρά, την επιτυχία, το κανάλι και ποιος ήταν αυτός, αν ήταν ένα παιδί άγνωστο θα έπαιρνε λίγα χρήματα, όπως έπαιρνα και εγώ πολύ λίγα στην αρχή. Στο ‘Τμήμα Ηθών’ έπαιρνα λίγα χρήματα, τον πρώτο χρόνο ήταν ένα πράγμα σαν δοκιμαστικό, σαν τεστ. Αυτό κάποιοι το χειριστήκανε πολύ καλά και πολύ έξυπνα και πήραν πολλά χρήματα, δεν μπορώ όμως να σου πω ότι η αρχή τότε ήταν εντυπωσιακά διαφορετική από την αρχή του σήμερα. Απλά είχε πιο πολλές δουλειές και αυτό κάποια στιγμή εξαργυρώνεται, δηλαδή υπήρχαν και άλλα πράγματα παράπλευρα που έκανες. Εγώ έκανα τρεις διαφημίσεις, θυμάμαι μία με Ultrex και μια άλλη με μια μαγιονέζα, είχα πάρει πολύ καλά χρήματα.

Τα περιοδικά πλήρωναν τότε;

Όχι παιδί μου, ποτέ δεν μας πληρώνανε. Φωτογράφιση γινότανε για να προβάλλει τον καλλιτέχνη, εγώ τουλάχιστον δεν πληρώθηκα ποτέ.

Είχατε κάνει κάποια φωτογράφηση που έχετε μετανιώσει;

Ναι, είχα κάνει μία που δεν μου άρεσε.

Θυμάστε σε ποιο περιοδικό; Πιθανότατα δεν θα υπάρχει σήμερα έτσι κι αλλιώς.

Όχι, δεν θέλω να πω το όνομα του. Ήταν λάθος μου που την έκανα αυτή τη φωτογράφιση και την έχω κατατάξει ανάμεσα στα λάθη μου. Δεν πήρα ποτέ όμως χρήματα.

Αντί για το 2019, θα μπορούσατε να είχατε παίξει τον ρόλο της Ελένης το 1999;

Ε, όχι βέβαια.

Θα ‘χε πιστεύετε μεγάλη διαφορά;

Ε ναι φυσικά. Δεν θα είχα αυτήν τη δύναμη και αυτήν την εμπειρία να το κρατήσω, αυτό το έργο έχει ένα ειδικό βάρος. Δεν θα το ακουμπούσα, θα θεωρούσα ότι αυτή η δουλειά θέλει ειδική μεταχείριση, πολύ χρόνο, ε γιατί θέλει μήνες εκπαίδευσης αυτό, δεν είναι άντε βγαίνω επάνω και το κάνω.

Σήμερα πιστεύω ότι μπορώ γιατί έχει να κάνει με την άσκησή μου την προσωπική ως ηθοποιός. Το γεγονός ότι σταμάτησα αυτά τα χρόνια δεν σημαίνει ότι δεν ασκούσα τα μέσα μου. Τεχνικά μπορεί κάποια ηθοποιός να την υποδυθεί και στα 20της και στα 30 της χρόνια, ψυχικά όμως να καταλάβεις την ουσία, δεν ξέρω… Εγώ προσωπικά δεν θα μπορούσα.

Το 1987 είχατε πάει στα Καλλιστεία, έτσι; Μόλις στα 16 σας δηλαδή, πώς προέκυψε αυτό;

Πήγαινα στη σχολή ‘Pansik’ τότε, έκανα κινησιολογία, και έκανα και πολλά χρόνια μπαλέτο και τότε η μαμά μου θεώρησε ότι πρέπει να μάθω να περπατάω σωστά, και μου πρότεινε να πάω σ’ αυτή τη σχολή. Έμενα Θεσσαλονίκη τότε, δεν ήμουν ακριβώς 16, ήμουν ακόμη πιο μικρή, ήμουν ακριβώς στο όριο που επιτρεπόταν για να πάρεις μέρος, πήγαινα μόνο για Μις Γιανγκ. Τέλος πάντων, ήταν σαν να μην είχα καταλάβει τι έγινε εκεί πέρα, με πήρε από τη σχολή η Τζωρτζίνα -έτσι λεγόταν η διευθύντρια- και με έστειλε στην Αθήνα, ξένη μεταξύ ξένων.

Αν μου έλεγες τώρα να στείλω το παιδί μου σε κάτι τέτοιο θα σου έλεγα “έχεις τρελαθεί;”.

Νομίζω τότε ήταν και διαφορετικά, δεν είχαν τα Καλλιστεία την προβολή που είχαν στα 90s ή τα 00s.

Όχι όχι, δεν είχαν, ήταν αλλιώς. Eγώ βέβαια το βίωσα όλο αυτό μέσα από μια παιδικότητα, και επειδή δεν είχα μπάρμπα στην Κορώνη επίσης, ήμουνα μόνη μου εκεί πέρα, ήταν αρκετά δύσκολο. Θυμάμαι μόνο την Αριάνα τη Δημητροπούλου, που παρουσίαζε τότε τα Καλλιστεία, και ήταν και μις Ελλάς την προηγούμενη χρονιά, να έρχεται από πίσω μου και ναι μου λέει “Βερόνικα, Βερόνικα, ετοιμάσου μου λέει, βγήκες Μις Γιανγκ. Γρήγορα γρήγορα”. Είχε πάρει τα αποτελέσματα μπροστά της, το θυμάμαι, και εγώ έκατσα από πίσω της περιμένοντας να βγω, όταν ξαφνικά ακούμε άλλο όνομα…

Γιατί;

Γιατί άστο (γέλια)… Γιατί πού πας ξυπόλυτος στα αγκάθια; Αυτή ήταν και η πρώτη εντυπωσιακή εικόνα στο πως λειτουργεί ο χώρος του θεάματος γενικότερα. Δυστυχώς αν δεν είχες μπάρμπα στην Κορώνη, άστα…

Το πιο αστείο πράγμα που σας είχε συμβεί εκείνη την περίοδο;

Παρουσίαζα μία εκπομπή, τις ‘Κορυφές των βυθών’, στην ΕΡΤ, και είχε να κάνει με τη φύση και με τα αθλήματα τα οποία γίνονται ας πούμε είτε σε ποτάμια, είτε σε βουνά και θυμάμαι μια φορά ήμουν σε ένα βουνό και είχαμε πάει εκεί και τρώγαμε σε μία ταβέρνα. Απ’ έξω, λοιπόν, γινόταν ένας κακός χαμός με κάτι κυνηγούς οι οποίοι είχαν φέρει κάτι αγριογούρουνα και τα γδέρνανε, τα σκοτώνανε και βγάζανε φωτογραφίες με τα όπλα και τα λοιπά, με τα θηράματα κτλ. Ε και δεν ξέρω, εμένα με έπιασε μια τρέλα, ένας θυμός, έτρεμα ας πούμε, δεν το μπορώ καθόλου αυτό, και δεν μπορώ να καταλάβω και τι είναι αυτό που τους δίνει δηλαδή, ποια είναι η παροχή του αισθήματος.

Δεν είστε χορτοφάγος, δεν είστε vegan;

Όχι όχι δεν είμαι, έχω υπάρξει για 3-4 χρόνια χορτοφάγος αλλά όχι δεν είμαι. Βγήκα έξω και άρχισα να τους φωνάζω και “δεν ντρέπεστε λίγο” και “τι είναι αυτά που κάνετε” και αυτοί άρχισαν να με λοιδορούνε να με βρίζουνε, “φύγε από δω” και τέτοια, και τους λέω κάποια στιγμή από απόγνωση “ΤΜΗΜΑ ΗΘΩΝ! ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ” και έκανα κι έτσι και με το δάχτυλο σαν να κρατάω πιστόλι (γέλια). Και βλέπεις τώρα αυτούς με τις καραμπίνες να λένε τώρα αυτή “τρελή είναι;”. Πήγανε κάποιοι ενστικτωδώς να σηκώσουν τα χέρια τους, σε άλλους έπεσαν τα αγριογούρουνα…  Ήμουν εκτός ελέγχου, θυμάμαι έναν που είχε βάλει και το πόδι του πάνω στο αγριογούρουνο, ανατριχιαστικό, να του φωνάζω “εσύ τι παριστάνεις εδώ”. Ήταν η μόνη στιγμή που έχω χρησιμοποιήσει κάποιο ρόλο μου και εντελώς κουτά εδώ που τα λέμε. Εντάξει, αυτό ήταν μικρού μήκους ταινία.

Έχετε κρατήσει φιλικές σχέσεις με κάποιον που να παίζατε μαζί σε κάποια σειρά;

Με κανέναν. Δεν έχω φίλους προσωπικούς από τότε, δεν κάνω παρέα με κάποιον. Όποτε όμως συναναστρεφόμαστε ή βρισκόμαστε μαζί, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, δεν έχω καμία εμπάθεια, τίποτα.

Θα ψηφίζατε τον Απόστολο Γκλέτσο για περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας;

Εξαρτάται το έργο του. Γενικά δεν είμαι άνθρωπος εύκολος στην ψήφο, εξαρτάται από το έργο που ο καθένας προτείνει, όποιος κι αν είναι, και το παιδί μου το ίδιο. Γιατί αυτό έχει να κάνει με το όπως σου είπα στην αρχή με το σύνολο, με το κοινό καλό, όχι με τον αυτοσκοπό του κέρδους και της ματαιοδοξίας. Δεν με αφορά αυτό το κομμάτι, εμένα με νοιάζει το κοινό καλό.

Τα χρόνια που σταματήσατε, κάνατε κάποια άλλη δουλειά; Θέλω να πω, πώς βγαίνατε οικονομικά;

Οικονομικά έβγαινα όπως ο όλος ο κόσμος, όπως ο μέσος Έλληνας. Κι εμένα με βρήκε η Κρίση, όπως βρήκε όλους τους Έλληνες. Ετοίμαζα κι εγώ κάποια άλλα πρότζεκτς που αφορούσαν άλλες δράσεις, τουριστικές για παράδειγμα, είχαν βέβαια και αυτό το πολιτιστικό στοιχείο, πάντα σε ό, τι σκεφτόμουν, το έβαζα κι αυτό. Σταμάτησαν όμως όλα αυτά τα πρότζεκτς, όταν η κρίση βάθυνε και μας χτύπησε όλους πολύ άσχημα. Δεν ήταν κάτι ανώδυνο για μένα.

Κάνατε κάποια άλλη δουλειά; Κάπου είδα να λέτε ότι κάνατε δραματοθεραπεία.

Έφυγα από το προσκήνιο γιατί ήθελα να πάρω την απόστασή μου και να κάνω πράγματα για μένα, να εξελιχθώ και γιατί δεν ήταν η θέση που ήθελα για μένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έκανα πράγματα, ότι καθόμουν κι έβλεπα τον ουρανό.

Μέσα σε αυτά τα 13 χρόνια που απείχα, κατά διαστήματα έκανα δραματοθεραπεία σε παιδιά. Η καλύτερη έκφραση βέβαια είναι ότι είχα ένα θεατραγωγείο, όχι δραματοθεραπεία. Το έκανα στα σχολεία στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το έκανα και σε κάποια ιδρύματα εθελοντικά, το έκανα και κάποιες φορές κατ’ ιδίαν, αν χρειαζόταν για παράδειγμα σε παιδιά που ήθελαν να αναπτύξουν κάποια εκφραστικά μέσα ή να ξεπεράσουν διάφορα μικροπροβλήματα, όπως είναι ο λόγος. Δεν είμαι λογοθεραπεύτρια, δεν είναι αυτή η δουλειά μου, όμως υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι μέσα από το παιχνίδι, μέσα από το θέατρο, μέσα από το παραμύθι, μέσα από την άσκηση, μέσα από την αγάπη, την αγκαλιά -γιατί αυτό θέλουνε πρώτα τα παιδιά- βλέπεις ας πούμε πράγματα θαυμαστά, έχω δει θαύματα σε παιδιά. Ακόμα και τώρα όταν τυχαίνει, ασχολούμαι, δεν το έχω παρατήσει, είναι κάτι που με κάνει πολύ χαρούμενη.

Η αλήθεια είναι ότι μου ακουγόταν έτσι κι αλλιώς περίεργο αυτό που έβγαινε από κάποιες συνεντεύξεις σας, ότι μία γυναίκα που δουλεύει απ’ τα 19 της είπε στα 35 της “τώρα θα κάτσω σπίτι να μεγαλώσω τα παιδιά μου”.

Κοίτα, τα πρώτα χρόνια ήμουν καθ’ ολοκληρία με το παιδί μου και αυτό μου άρεσε γιατί τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν πολύ εύκολα και σου δίνεται η ευκαιρία όταν κάνεις ένα παιδί να ξαναβιώσεις με θετικό πρόσημο πια αυτήν την παιδικότητα και την αθώα πλευρά της εκείνης της ηλικίας, από βρέφος μέχρι να μπει στην εφηβεία. Γίνεται δηλαδή ένας εξαγνισμός, αυτό έκανα ουσιαστικά, δούλευα με τον εαυτό μου μέσα από την ύπαρξη ας πούμε μίας αθώας ψυχής.

Info

> Η ‘Ελένη’ παίζεται στο ‘Μπάγκειον Ξενοδοχείο’ στην Πλατεία Ομονοίας 19, από Πέμπτη έως Κυριακή στις 21.30. Οι παραστάσεις θα διαρκέσουν μέχρι τις 2 Ιουνίου.